ῥοικός: Difference between revisions

Bailly1_4
(6_11)
(Bailly1_4)
Line 15: Line 15:
{{ls
{{ls
|lstext='''ῥοικός''': -ή, -όν, ὡς τὸ [[ῥαιβός]], [[καμπύλος]], [[κορύνη]] Θεόκρ. 7. 18, πρβλ. 4. 49· περὶ κνήμας [[ῥοικός]], ὁ ἔχων τὰς κνήμας κυρτὰς πρὸς τὰ ἔσω, Ἀρχίλ. 52 ([[διάφορος]] γραφὴ [[ῥαιβός]], ὃ ἴδε)· ῥ. μηροὶ Ἱππ. Μοχλ. 853· τὸ ῥοικόν, [[κυρτότης]] τοῦ σκέλους, Ἀριστ. π. Σοφιστ. Ἐλέγχ. 31, 3. ― Ἰωνικὴ [[λέξις]] κατὰ Γρηγόρ. Κορίνθου 554. ― Καθ’ Ἡσύχ.: «ῥοικόν· σκολιόν, καμπύλον, σκαμβόν, ῥυσόν, ῥικνόν».
|lstext='''ῥοικός''': -ή, -όν, ὡς τὸ [[ῥαιβός]], [[καμπύλος]], [[κορύνη]] Θεόκρ. 7. 18, πρβλ. 4. 49· περὶ κνήμας [[ῥοικός]], ὁ ἔχων τὰς κνήμας κυρτὰς πρὸς τὰ ἔσω, Ἀρχίλ. 52 ([[διάφορος]] γραφὴ [[ῥαιβός]], ὃ ἴδε)· ῥ. μηροὶ Ἱππ. Μοχλ. 853· τὸ ῥοικόν, [[κυρτότης]] τοῦ σκέλους, Ἀριστ. π. Σοφιστ. Ἐλέγχ. 31, 3. ― Ἰωνικὴ [[λέξις]] κατὰ Γρηγόρ. Κορίνθου 554. ― Καθ’ Ἡσύχ.: «ῥοικόν· σκολιόν, καμπύλον, σκαμβόν, ῥυσόν, ῥικνόν».
}}
{{bailly
|btext=<span class="bld">1</span>ή, όν :<br />courbe, recourbé ; <i>particul.</i> cagneux.<br />'''Étymologie:''' cf. [[ῥικνός]].<br /><span class="bld">2</span>ή, όν :<br /><b>1</b> mou, débile ; <i>fig.</i> périssable, passager;<br /><b>2</b> qui a le flux de ventre, la diarrhée.<br />'''Étymologie:''' [[ῥόος]].
}}
}}