σήψ: Difference between revisions

171 bytes added ,  9 August 2017
Bailly1_4
(6_5)
(Bailly1_4)
Line 15: Line 15:
{{ls
{{ls
|lstext='''σήψ''': γεν. σηπός, ἡ, ([[σήπω]]) [[ἕλκος]] διαβιβρῶσκον, Ἱππ. Ἐπιδ. τὸ Γ΄, 1085. ΙΙ. σήψ, ὁ, Ἀριστ., Θεόφρ., ἡ, Διοσκ. 1. 68, κ. ἀλλ.· ― [[ὄφις]], τοῦ ὁποίου τὸ [[δῆγμα]] ἐπιφέρει ὑπερβολικὴν δίψαν, «σαπίτης», Ἀριστ. π. Θαυμασ. 164, Θεοφρ. π. Φυτ. Ἱστ. 9. 11, 1, κτλ.· [[δίψιος]] Νικ. Θηρ. 147· ἀκολουθεῖ δὲ [[σῆψις]], Αἰλ. π. Ζ. 16. 40· πρβλ. Λοβεκ. Παραλ. 113. 2) [[εἶδος]] φαρμακερᾶς σαύρας, Νικ. Θηρ. 147. 817· καλουμένη [[σαύρα]] χαλκιδικὴ ὑπὸ Διοσκ. 2. 70.
|lstext='''σήψ''': γεν. σηπός, ἡ, ([[σήπω]]) [[ἕλκος]] διαβιβρῶσκον, Ἱππ. Ἐπιδ. τὸ Γ΄, 1085. ΙΙ. σήψ, ὁ, Ἀριστ., Θεόφρ., ἡ, Διοσκ. 1. 68, κ. ἀλλ.· ― [[ὄφις]], τοῦ ὁποίου τὸ [[δῆγμα]] ἐπιφέρει ὑπερβολικὴν δίψαν, «σαπίτης», Ἀριστ. π. Θαυμασ. 164, Θεοφρ. π. Φυτ. Ἱστ. 9. 11, 1, κτλ.· [[δίψιος]] Νικ. Θηρ. 147· ἀκολουθεῖ δὲ [[σῆψις]], Αἰλ. π. Ζ. 16. 40· πρβλ. Λοβεκ. Παραλ. 113. 2) [[εἶδος]] φαρμακερᾶς σαύρας, Νικ. Θηρ. 147. 817· καλουμένη [[σαύρα]] χαλκιδικὴ ὑπὸ Διοσκ. 2. 70.
}}
{{bailly
|btext=σηπός (ὁ) :<br />serpent venimeux dont la morsure provoque une soif ardente et engendre la putréfaction.<br />'''Étymologie:''' [[σήπω]].
}}
}}