ῥίζωσις: Difference between revisions

Bailly1_4
(6_8)
(Bailly1_4)
Line 15: Line 15:
{{ls
{{ls
|lstext='''ῥίζωσις''': -εως, ἡ, ([[ῥιζόω]]) τὸ ῥιζοῦσθαι, Θεοφρ. π. Φυτ. Αἰτ. 2. 12, 5, Πλούτ. 2. 227D· μεταφορ., ἡ τῶν γεννωμένων [[ῥίζωσις]], ἐπὶ τοῦ σχηματισμοῦ τοῦ ἐμβρύου, Πλουτ. Λυκοῦργ. 14, Ποπλικ. 8.
|lstext='''ῥίζωσις''': -εως, ἡ, ([[ῥιζόω]]) τὸ ῥιζοῦσθαι, Θεοφρ. π. Φυτ. Αἰτ. 2. 12, 5, Πλούτ. 2. 227D· μεταφορ., ἡ τῶν γεννωμένων [[ῥίζωσις]], ἐπὶ τοῦ σχηματισμοῦ τοῦ ἐμβρύου, Πλουτ. Λυκοῦργ. 14, Ποπλικ. 8.
}}
{{bailly
|btext=εως (ἡ) :<br />action de pousser des racines, de prendre racine.<br />'''Étymologie:''' [[ῥιζόω]].
}}
}}