3,252,792
edits
(6_10) |
(Bailly1_4) |
||
Line 12: | Line 12: | ||
{{ls | {{ls | ||
|lstext='''σκοτομήνη''': ἡ, νὺξ [[ἀσέληνος]], «σκοτάδι», Ἀριστείδ. 1. 570, Εὐσέβ. ἐν Βίῳ Κωνστ. 1. 59· [[ὡσαύτως]] σκοτομηνία, Χρύσιππ. ἐν τοῖς Ἑνετ. Σχολ. εἰς Ἰλ. Φ. 483, Ἀκύλλας ἐν Παλ. Διαθ. | |lstext='''σκοτομήνη''': ἡ, νὺξ [[ἀσέληνος]], «σκοτάδι», Ἀριστείδ. 1. 570, Εὐσέβ. ἐν Βίῳ Κωνστ. 1. 59· [[ὡσαύτως]] σκοτομηνία, Χρύσιππ. ἐν τοῖς Ἑνετ. Σχολ. εἰς Ἰλ. Φ. 483, Ἀκύλλας ἐν Παλ. Διαθ. | ||
}} | |||
{{bailly | |||
|btext=ης (ἡ) :<br />nuit obscure, sans lune ; <i>fig.</i> obscurité, trouble.<br />'''Étymologie:''' [[σκότος]], [[μήνη]]. | |||
}} | }} |