ῥαδινός: Difference between revisions

Bailly1_4
(6_10)
(Bailly1_4)
Line 15: Line 15:
{{ls
{{ls
|lstext='''ῥᾰδινός''': -ή, -όν, Αἰολ. [[βραδινός]], ή όν· - ποιητ. ἐπίθ., λεπτὸς καὶ [[ἐπιμήκης]], ἰμάσθλη Ἰλ. Ψ. 583· ῥαδινοὺς ἄκοντας Στησίχ. 50· κίονες Ἴβυκος 52· ἐπὶ φυτῶν, [[ὄρπαξ]] Σαπφὼ 105· φοίνιξ Θέογν. 6· κυπάρισσοι Θεόκρ. 11. 45., 27. 45. 2) ἐπὶ τοῦ σχήματος νεανικῶν μελῶν καὶ νεανικοῦ σώματος, [[λεπτοφυής]], «λεπτοκαμωμένος», [[λεπτός]], [[ἁπαλός]], πόδες Ὁμ. Ὕμν. εἰς Δήμ. 183, Ἡσ. Θεογ. 195· χεῖρες Θέογν. 1002· μηροί Ἀνακρ. 65· πῶλοι ὁ αὐτ. 104, [[ἔνθα]] ἴδε Bgk.· βραδινὰν Ἀφροδίταν Σαπφὼ 91, πρβλ. Θεόκρ. 10. 24· σώματα Ξεν. Λακ. 2, 6· ῥαδινὸς τῷ μήκει τοῦ σώματος Πλούτ. 2. 723D· [[συχν]]. ἐν τῇ Ἀνθ. 3) [[καθόλου]], [[λεπτός]], [[ἁπαλός]], ἢ [[εὐκίνητος]], [[ὄσσε]] Αἰσχύλ. Πρ. 400· καὶ οἱ γραμματ. μεταξὺ τῶν λοιπῶν ἑρμηνειῶν ἔχουσι καὶ τὴν ἑρμηνείαν [[εὐκίνητος]]. (Ἐκ τῆς √ΡΑΔ ἢ ΒΡΑΔ· πρβλ. ῥοδάνη, ῥαδάνη, ῥοδανός καὶ ῥαδαλός, ὀρόδαμνος, ῥάδαμνος, ῥάδιξ, [[ῥίζα]], [[ἴσως]] δὲ καὶ ῥόδον (Αἰολ. [[βρόδον]])· [[ὥστε]] ἡ πρώτη [[ἔννοια]] θὰ ἦτο [[εὔκαμπτος]], [[εὐλύγιστος]], «λυγερός». - Καθ’ Ἡσύχ.: «ῥαδινόν· λεπτόν, ἰσχνόν, εὐκίνητον, ἁπαλόν, εὐδιάσειστον», πρβλ. «ῥαδές· τὸ [[ἀμφοτέρωσε]] ἐγκεκλιμένον» παρὰ τῷ αὐτῷ.
|lstext='''ῥᾰδινός''': -ή, -όν, Αἰολ. [[βραδινός]], ή όν· - ποιητ. ἐπίθ., λεπτὸς καὶ [[ἐπιμήκης]], ἰμάσθλη Ἰλ. Ψ. 583· ῥαδινοὺς ἄκοντας Στησίχ. 50· κίονες Ἴβυκος 52· ἐπὶ φυτῶν, [[ὄρπαξ]] Σαπφὼ 105· φοίνιξ Θέογν. 6· κυπάρισσοι Θεόκρ. 11. 45., 27. 45. 2) ἐπὶ τοῦ σχήματος νεανικῶν μελῶν καὶ νεανικοῦ σώματος, [[λεπτοφυής]], «λεπτοκαμωμένος», [[λεπτός]], [[ἁπαλός]], πόδες Ὁμ. Ὕμν. εἰς Δήμ. 183, Ἡσ. Θεογ. 195· χεῖρες Θέογν. 1002· μηροί Ἀνακρ. 65· πῶλοι ὁ αὐτ. 104, [[ἔνθα]] ἴδε Bgk.· βραδινὰν Ἀφροδίταν Σαπφὼ 91, πρβλ. Θεόκρ. 10. 24· σώματα Ξεν. Λακ. 2, 6· ῥαδινὸς τῷ μήκει τοῦ σώματος Πλούτ. 2. 723D· [[συχν]]. ἐν τῇ Ἀνθ. 3) [[καθόλου]], [[λεπτός]], [[ἁπαλός]], ἢ [[εὐκίνητος]], [[ὄσσε]] Αἰσχύλ. Πρ. 400· καὶ οἱ γραμματ. μεταξὺ τῶν λοιπῶν ἑρμηνειῶν ἔχουσι καὶ τὴν ἑρμηνείαν [[εὐκίνητος]]. (Ἐκ τῆς √ΡΑΔ ἢ ΒΡΑΔ· πρβλ. ῥοδάνη, ῥαδάνη, ῥοδανός καὶ ῥαδαλός, ὀρόδαμνος, ῥάδαμνος, ῥάδιξ, [[ῥίζα]], [[ἴσως]] δὲ καὶ ῥόδον (Αἰολ. [[βρόδον]])· [[ὥστε]] ἡ πρώτη [[ἔννοια]] θὰ ἦτο [[εὔκαμπτος]], [[εὐλύγιστος]], «λυγερός». - Καθ’ Ἡσύχ.: «ῥαδινόν· λεπτόν, ἰσχνόν, εὐκίνητον, ἁπαλόν, εὐδιάσειστον», πρβλ. «ῥαδές· τὸ [[ἀμφοτέρωσε]] ἐγκεκλιμένον» παρὰ τῷ αὐτῷ.
}}
{{bailly
|btext=ή, όν :<br /><b>I.</b> souple, flexible;<br /><b>II. 1</b> agile, rapide;<br /><b>2</b> svelte, élancé;<br /><b>3</b> tendre, délicat.<br />'''Étymologie:''' R. Ϝραδ <i>ou</i> Ῥαδ, être souple, flexible.
}}
}}