3,273,735
edits
(6_23) |
(Bailly1_4) |
||
Line 17: | Line 17: | ||
{{ls | {{ls | ||
|lstext='''σῐκύα''': Ἰωνικ. -ύη, ἡ, καρπός τις [[ὅμοιος]] τῷ ἀγγουρίῳ (πρβλ. [[σίκυος]]). ἀλλὰ δὲν ἐτρώγετο εἰ μὴ [[ὥριμος]], [[ἴσως]] = [[πέπων]], Ἀριστ. π. τὰ Ζ. Ἱστ. 9. 14, 2,· Σπεύσιππ. παρ’ Ἀθην. 68F· τὸ δὲ φυτὸν ηὐξάνετο εἰς τὸ [[ὕψος]] δένδρου, Θεοφρ. περὶ Φυτ. Αἰτ. 1. 10, 4. 2) κατὰ τὴν διάλεκτον τῶν Ἑλλησποντίων, ἡ μακρὰ [[κολοκύνθη]] ἢ «δολμᾶς» (ἡ [[συνήθης]] ἐκαλεῖτο [[ἁπλῶς]] [[κολοκύνθη]]), Ἀθήν. 58F κἑξ., πρβλ. Schneid. εἰς Θεόφρ. ἔνθ’ ἀνωτέρ.· - παρ’ Ἀττ. [[κολοκύντη]] ἦτο τὸ [[ὄνομα]] τοῦ γένους. 3) = [[κολοκυνθίς]], ἡ, Ἱππ. 605. 46· [[ὡσαύτως]] [[σικυώνη]]. ΙΙ. «βεντοῦζα», ὑάλινον [[δοχεῖον]] πρὸς ἀφαίρεσιν αἵματος, ἔχον τὸ [[σχῆμα]] κολοκύνθης, cucurbita, Κράτης ἐν Ἀδήλ. 5, Ἱππ. π. Ἀρχ. Ἰητρ. 17, Ἀφ. 1255, Ἀριστοφ. Ρητορ. 3. 2, 12· πρβλ. [[κύαθος]] ΙΙΙ, Ἡσύχ. | |lstext='''σῐκύα''': Ἰωνικ. -ύη, ἡ, καρπός τις [[ὅμοιος]] τῷ ἀγγουρίῳ (πρβλ. [[σίκυος]]). ἀλλὰ δὲν ἐτρώγετο εἰ μὴ [[ὥριμος]], [[ἴσως]] = [[πέπων]], Ἀριστ. π. τὰ Ζ. Ἱστ. 9. 14, 2,· Σπεύσιππ. παρ’ Ἀθην. 68F· τὸ δὲ φυτὸν ηὐξάνετο εἰς τὸ [[ὕψος]] δένδρου, Θεοφρ. περὶ Φυτ. Αἰτ. 1. 10, 4. 2) κατὰ τὴν διάλεκτον τῶν Ἑλλησποντίων, ἡ μακρὰ [[κολοκύνθη]] ἢ «δολμᾶς» (ἡ [[συνήθης]] ἐκαλεῖτο [[ἁπλῶς]] [[κολοκύνθη]]), Ἀθήν. 58F κἑξ., πρβλ. Schneid. εἰς Θεόφρ. ἔνθ’ ἀνωτέρ.· - παρ’ Ἀττ. [[κολοκύντη]] ἦτο τὸ [[ὄνομα]] τοῦ γένους. 3) = [[κολοκυνθίς]], ἡ, Ἱππ. 605. 46· [[ὡσαύτως]] [[σικυώνη]]. ΙΙ. «βεντοῦζα», ὑάλινον [[δοχεῖον]] πρὸς ἀφαίρεσιν αἵματος, ἔχον τὸ [[σχῆμα]] κολοκύνθης, cucurbita, Κράτης ἐν Ἀδήλ. 5, Ἱππ. π. Ἀρχ. Ἰητρ. 17, Ἀφ. 1255, Ἀριστοφ. Ρητορ. 3. 2, 12· πρβλ. [[κύαθος]] ΙΙΙ, Ἡσύχ. | ||
}} | |||
{{bailly | |||
|btext=ας (ἡ) :<br /><b>1</b> fruit de l’espèce des cucurbitacées;<br /><b>2</b> sorte de coupe à boire allongée.<br />'''Étymologie:''' cf. [[σίκυος]]. | |||
}} | }} |