σπουδή: Difference between revisions

2,178 bytes added ,  9 August 2017
Bailly1_4
(6_9)
(Bailly1_4)
Line 15: Line 15:
{{ls
{{ls
|lstext='''σπουδή''': ἡ, ([[σπεύδω]]) τὸ σπεύδειν, «βία», ταχύτης, σπουδὴν ἔχειν, ποιεῖσθαι, = σπεύδειν, Ἡρόδ. 9. 89., 3. 4, Θουκ. 4. 30· σπ. τῆς ὁδοῦ, [[σπεύδω]] εἰς τὴν ὁδοιπορίαν, ὁ αὐτ. 7. 77· σπ. τίθεσθαι Σοφ. Αἴ. 13, πρβλ. Ἀποσπ. 235· [[ὅκως]] σπουδῆς ἔχει τις, [[μετὰ]] τὴν σπουδὴν ἣν δεικνύει τις, Ἡρόδ. 9. 66· -[[χωρίον]] …, οἷ σπουδὴν ἔχω, πρὸς ὃ [[σπεύδω]], Ἀριστοφ. Λυσ. 288· -σπουδῇ, [[ἐσπευσμένως]], [[μετὰ]] σπουδῆς, ἴδε κατωτ. IV· οὕτω, σὺν σπουδῇ ταχὺς Σοφ. Φιλ. 1223· διὰ σπουδῆς Εὐρ. Βάκχ. 212, Ξεν., κλπ. ἐκ σπουδῆς Ἀριστ. π. Θαυμασ. 86· [[μετὰ]] σπουδῆς Ἡρῳδιαν. 6. 4, κτλ.· κατὰ σπουδὴν Θουκ. 1. 93., 2. 90, Ξεν., κλπ· (ἀλλ’ ἐκ τῆς σημασίας ταύτης [[συχνάκις]] μεταπίπτει εἰς τὴν ἑπομένην). ΙΙ. [[ζῆλος]], [[προθυμία]], [[προσπάθεια]], [[δραστηριότης]], ἄτερ σπουδῆς Ὀδ. Φ. 409· σῆς ὑπὸ σπουδῆς Αἰσχύλ. Θήβ. 585· σπουδῆς [[ἄξιος]] Σοφ. Ο. Τ. 778, Πλάτ. Πολ. 604C, κτλ.· [[συχν]]. [[μετὰ]] δοτικ., σπουδῇ, [[μετὰ]] σπουδῆς, [[μετὰ]] ζήλου, προθύμως, ἴδε κατωτ. IV. 2· -οὕτω, σὺν σπουδῇ Πλάτ. Νόμ. 818C, πρβλ. Ξεν. Ἀν. 1. 8, 4· ἐπὶ [[μεγάλης]] σπ. Πλάτ. Συμπ. 192C· [[μετὰ]] πολλῆς σπ. ὁ αὐτ. ἐν Χαρμ. 175Ε· -σπουδὴν ποιεῖσθαι, μετ’ ἀπαρ., [[σπουδάζω]], ἐπιμελοῦμαι νά …, Ἡρόδ. 7. 205· πολλὴν σπ. ποιεῖσθαι ὁ αὐτ. 6. 107· σπ. ποιεῖσθαι [[περί]] τινος Πλάτ. Συμπ. 177C, κτλ.˙ [[περί]] τι ὁ αὐτ. ἐν Φαίδρ. 179D [[ὡσαύτως]] [[μετὰ]] γεν., σπουδήν τινος ποιήσασθαι, ἐπιδείκνυμι πολλὴν προθυμίαν [[περί]] τι, Ἡρόδ. 1. 4˙ σπ. Λόγων κατατεινομένων, [[ζῆλος]] διὰ τὰ ἀντιμαχόμενα ἐπιχειρήματα, [[προθυμία]] πρὸς συζήτησιν, Εὐρ. Ἑκάβ. 132˙ σπ. ἐπί τινι Λουκ. π. Ὀρχ. 1˙ [[πρός]] τι Διόδ. 17. 114˙ - οὕτω, σπ. Τιθέναι [[ἀμφί]] τινος Πινδ. Π. 4. 492˙ σπ. Θέσθαι [[χάριν]] τινὸς Σοφ. Αἴ. 13˙ - σπ. ἔχειν, μετ’ ἀπαρ., Ἡρόδ. 6. 120, πρβλ. 7. 149˙ σπ. ἔχειν τινὸς Εὐρ. Ἄλκ. 778, 1014˙ [[περί]] τινος Πλάτ. Ἀντεραστ. 136C εἴς τι Εὐρ. Μήδ. 557˙ [[ὅπως]] τι γένηται Διον. Ἁλ. π. Συνθ. 22˙ - σπ. Γίγνεται [[περί]] τι Πλάτ. Φαῖδρ. 276 Ε˙ σπ. ἐστι [[περί]] τινος Δημ. 90. 10˙ σπουδῆς καὶ βουλῆς προσδεῖσθαι Δημ. 123. 3˙ - ἡ σπ. τῆς ἀπίξιος, ἡ [[προθυμία]] μου εἰς τὸ νὰ ἔλθω, Ἡρόδ. 5. 49˙ σπουδῇ ὅπλων, [[μετὰ]] [[μεγάλης]] προσοχῆς εἰς τὰ ὅπλα, Θουκ. 6. 31, πρβλ. Πλάτ. Νόμ. 855D ἐρώτων [[αὐτόθι]] 632 Α˙ σπ. πλήθους γεννημάτων, [[προθυμία]] διὰ ..., [[αὐτόθι]] 740D - ἐν τῷ πληθ., [[μετὰ]] ζήλου προσπάθειαι, Ἡρόδ. 5. 5, Εὐρ. Ἴων 1061, Ἀριστ. Ρητ. 1. 11, 4. 2) [[ἐκτίμησις]] [[πρός]] τινα, [[σεβασμός]], διὰ τὴν ἐμὴν σπ. Ἀντιφῶν 146. 13˙ [[πάνυ]] πολλῆς σπ. [[ἄξιος]] Ξεν. Συμπ. 1, 6˙ - ἐν τῷ πληθ., φατριαστικὰ αἰσθήματα καὶ συμπάθειαι, ἀντιζηλίαι, σπ. ἰσχυραὶ φίλων [[περί]] τινος. Ἡρόδ. 5. 5˙ κατὰ σπουδὰς Ἀριστοφ. Ἱππ. 1370, Αἰλ. Ποικ. Ἱστ. 3. 8˙ σπουδαὶ ἐρώτων Πλάτ. Νόμ. 632 Α˙ - [[μάλιστα]] δὲ [[σπουδαρχία]], Λατ. ambitus, Πλουτ. Λούκουλλ. 42, Κράσς. 7. 3) φιλονικία, [[συζήτησις]], Φιλόστρ. 167, 252. ΙΙΙ. [[ζῆλος]], [[προθυμία]], [[σοβαρότης]], σπουδὴν ἔχειν, ποιεῖσθαι, = σπουδάζειν, Εὐρ. Φοίν. 901, Ἀριστοφ. Βάτρ. 522˙ σπουδῆς μὲν μεστοί, γέλωτος δὲ ἐνδεέστεροι Ξεν. Συμπ. 1, 13˙ - [[συχν]]. [[μετὰ]] προθέσ., ἐν ἐπιρρημ. σημασίᾳ, ἀπὸ σπουδῆς ἀγορεύειν, [[μετὰ]] σπουδῆς, σπουδαίως, [[μετὰ]] σπουδαιότητος, σπουδάζων, Ἰλ. Ζ. 359, Μ. 233˙ - [[μετὰ]] σπουδῆς, ἀντίθετον τῷ ἐν παιδιαῖς, Ξεν. Συμπ. 1, 1˙ μετά τε παιδιᾶς καὶ [[μετὰ]] σπουδῆς Πλάτ. Νόμ. 887D οὐ σπουδῆς [[χάριν]] ἀλλὰ παιδιᾶς [[ἕνεκα]] ὁ αὐτ. ἐν Πολιτ. 288C, πρβλ. Συμπ. 197 Ε˙ χωρὶς σπουδῆς Ἀριστ. Ρητ. 1. 9, 2. 2) ἀντικείμενον προσοχῆς καὶ ἐπιμελείας, σπουδαία [[ἀσχολία]], σπουδὴν ἐπ’ [[ἄλλην]] [[Ἡρακλῆς]] ὁρμώμενος Εὐρ. Ἱκέτ. 1199˙ πληθ., ἔν τε παιδιαῖς καὶ ἐν ταῖς σπουδαῖς Πλάτ. Νόμ. 647D, πρβλ. 732D, κ. ἀλλ. IV. σπουδῇ, ὡς ἐπίρρ., ἐν σπουδῇ, [[μετὰ]] σπουδῆς, [[ἐσπευσμένως]], «βιαστικά», προερέσσαμεν Ὀδ. Ν. 279˙ ἀνάβαινε Ο. 209˙ στρατιὴν ἄγειν Ἡρόδ. 9. 1, κ. ἀλλ., πρβλ. 89˙ [[συχν]]. παρ’ Ἀττ., σπ. [[πάνυ]] Θουκ. 8. 89, κτλ.˙ σπουδῇ ποδὸς Εὐρ. Ἑκ. 216. 2) [[μετὰ]] [[μεγάλης]] προσπαθείας καὶ δυσκολίας, [[ὅθεν]], δυσκόλως, χαλεπῶς, [[σχεδόν]], [[μόλις]], σχεδὸν ὡς τὸ σχολῇ, Ἰλ. Β. 99, Ε. 893, Ὀδ. Γ. 297˙ σπ. παρπεπιθόντες Ἰλ. Ψ. 37, Ὀδ. Ω. 119. 3) σπουδαίως, σοβαρῶς, ἐπειγόντως, σπουδῇ καλεῖν τινα Εὐρ. Φοίν. 849˙ [[πλεῖν]] Θουκ. 3. 49˙ ἀκούειν Πλάτ. Πολ. 388D σπ. χαριεντίζεσθαι ὁ αὐτ. ἐν Ἀπολλ. 24C [[πάνυ]] σπουδῇ, [[μετὰ]] προσοχῆς, ὁ αὐτ. ἐν Φαίδωνι 98Β˙ πολλῇ σπ., [[μετὰ]] πολλῆς ἀσχολίας, Ἡρόδ. 1. 88, Ξεν., κλ.˙ πάσῃ σπ. μανθάνειν Πλάτ. Νόμ. 752 Α, κτλ.
|lstext='''σπουδή''': ἡ, ([[σπεύδω]]) τὸ σπεύδειν, «βία», ταχύτης, σπουδὴν ἔχειν, ποιεῖσθαι, = σπεύδειν, Ἡρόδ. 9. 89., 3. 4, Θουκ. 4. 30· σπ. τῆς ὁδοῦ, [[σπεύδω]] εἰς τὴν ὁδοιπορίαν, ὁ αὐτ. 7. 77· σπ. τίθεσθαι Σοφ. Αἴ. 13, πρβλ. Ἀποσπ. 235· [[ὅκως]] σπουδῆς ἔχει τις, [[μετὰ]] τὴν σπουδὴν ἣν δεικνύει τις, Ἡρόδ. 9. 66· -[[χωρίον]] …, οἷ σπουδὴν ἔχω, πρὸς ὃ [[σπεύδω]], Ἀριστοφ. Λυσ. 288· -σπουδῇ, [[ἐσπευσμένως]], [[μετὰ]] σπουδῆς, ἴδε κατωτ. IV· οὕτω, σὺν σπουδῇ ταχὺς Σοφ. Φιλ. 1223· διὰ σπουδῆς Εὐρ. Βάκχ. 212, Ξεν., κλπ. ἐκ σπουδῆς Ἀριστ. π. Θαυμασ. 86· [[μετὰ]] σπουδῆς Ἡρῳδιαν. 6. 4, κτλ.· κατὰ σπουδὴν Θουκ. 1. 93., 2. 90, Ξεν., κλπ· (ἀλλ’ ἐκ τῆς σημασίας ταύτης [[συχνάκις]] μεταπίπτει εἰς τὴν ἑπομένην). ΙΙ. [[ζῆλος]], [[προθυμία]], [[προσπάθεια]], [[δραστηριότης]], ἄτερ σπουδῆς Ὀδ. Φ. 409· σῆς ὑπὸ σπουδῆς Αἰσχύλ. Θήβ. 585· σπουδῆς [[ἄξιος]] Σοφ. Ο. Τ. 778, Πλάτ. Πολ. 604C, κτλ.· [[συχν]]. [[μετὰ]] δοτικ., σπουδῇ, [[μετὰ]] σπουδῆς, [[μετὰ]] ζήλου, προθύμως, ἴδε κατωτ. IV. 2· -οὕτω, σὺν σπουδῇ Πλάτ. Νόμ. 818C, πρβλ. Ξεν. Ἀν. 1. 8, 4· ἐπὶ [[μεγάλης]] σπ. Πλάτ. Συμπ. 192C· [[μετὰ]] πολλῆς σπ. ὁ αὐτ. ἐν Χαρμ. 175Ε· -σπουδὴν ποιεῖσθαι, μετ’ ἀπαρ., [[σπουδάζω]], ἐπιμελοῦμαι νά …, Ἡρόδ. 7. 205· πολλὴν σπ. ποιεῖσθαι ὁ αὐτ. 6. 107· σπ. ποιεῖσθαι [[περί]] τινος Πλάτ. Συμπ. 177C, κτλ.˙ [[περί]] τι ὁ αὐτ. ἐν Φαίδρ. 179D [[ὡσαύτως]] [[μετὰ]] γεν., σπουδήν τινος ποιήσασθαι, ἐπιδείκνυμι πολλὴν προθυμίαν [[περί]] τι, Ἡρόδ. 1. 4˙ σπ. Λόγων κατατεινομένων, [[ζῆλος]] διὰ τὰ ἀντιμαχόμενα ἐπιχειρήματα, [[προθυμία]] πρὸς συζήτησιν, Εὐρ. Ἑκάβ. 132˙ σπ. ἐπί τινι Λουκ. π. Ὀρχ. 1˙ [[πρός]] τι Διόδ. 17. 114˙ - οὕτω, σπ. Τιθέναι [[ἀμφί]] τινος Πινδ. Π. 4. 492˙ σπ. Θέσθαι [[χάριν]] τινὸς Σοφ. Αἴ. 13˙ - σπ. ἔχειν, μετ’ ἀπαρ., Ἡρόδ. 6. 120, πρβλ. 7. 149˙ σπ. ἔχειν τινὸς Εὐρ. Ἄλκ. 778, 1014˙ [[περί]] τινος Πλάτ. Ἀντεραστ. 136C εἴς τι Εὐρ. Μήδ. 557˙ [[ὅπως]] τι γένηται Διον. Ἁλ. π. Συνθ. 22˙ - σπ. Γίγνεται [[περί]] τι Πλάτ. Φαῖδρ. 276 Ε˙ σπ. ἐστι [[περί]] τινος Δημ. 90. 10˙ σπουδῆς καὶ βουλῆς προσδεῖσθαι Δημ. 123. 3˙ - ἡ σπ. τῆς ἀπίξιος, ἡ [[προθυμία]] μου εἰς τὸ νὰ ἔλθω, Ἡρόδ. 5. 49˙ σπουδῇ ὅπλων, [[μετὰ]] [[μεγάλης]] προσοχῆς εἰς τὰ ὅπλα, Θουκ. 6. 31, πρβλ. Πλάτ. Νόμ. 855D ἐρώτων [[αὐτόθι]] 632 Α˙ σπ. πλήθους γεννημάτων, [[προθυμία]] διὰ ..., [[αὐτόθι]] 740D - ἐν τῷ πληθ., [[μετὰ]] ζήλου προσπάθειαι, Ἡρόδ. 5. 5, Εὐρ. Ἴων 1061, Ἀριστ. Ρητ. 1. 11, 4. 2) [[ἐκτίμησις]] [[πρός]] τινα, [[σεβασμός]], διὰ τὴν ἐμὴν σπ. Ἀντιφῶν 146. 13˙ [[πάνυ]] πολλῆς σπ. [[ἄξιος]] Ξεν. Συμπ. 1, 6˙ - ἐν τῷ πληθ., φατριαστικὰ αἰσθήματα καὶ συμπάθειαι, ἀντιζηλίαι, σπ. ἰσχυραὶ φίλων [[περί]] τινος. Ἡρόδ. 5. 5˙ κατὰ σπουδὰς Ἀριστοφ. Ἱππ. 1370, Αἰλ. Ποικ. Ἱστ. 3. 8˙ σπουδαὶ ἐρώτων Πλάτ. Νόμ. 632 Α˙ - [[μάλιστα]] δὲ [[σπουδαρχία]], Λατ. ambitus, Πλουτ. Λούκουλλ. 42, Κράσς. 7. 3) φιλονικία, [[συζήτησις]], Φιλόστρ. 167, 252. ΙΙΙ. [[ζῆλος]], [[προθυμία]], [[σοβαρότης]], σπουδὴν ἔχειν, ποιεῖσθαι, = σπουδάζειν, Εὐρ. Φοίν. 901, Ἀριστοφ. Βάτρ. 522˙ σπουδῆς μὲν μεστοί, γέλωτος δὲ ἐνδεέστεροι Ξεν. Συμπ. 1, 13˙ - [[συχν]]. [[μετὰ]] προθέσ., ἐν ἐπιρρημ. σημασίᾳ, ἀπὸ σπουδῆς ἀγορεύειν, [[μετὰ]] σπουδῆς, σπουδαίως, [[μετὰ]] σπουδαιότητος, σπουδάζων, Ἰλ. Ζ. 359, Μ. 233˙ - [[μετὰ]] σπουδῆς, ἀντίθετον τῷ ἐν παιδιαῖς, Ξεν. Συμπ. 1, 1˙ μετά τε παιδιᾶς καὶ [[μετὰ]] σπουδῆς Πλάτ. Νόμ. 887D οὐ σπουδῆς [[χάριν]] ἀλλὰ παιδιᾶς [[ἕνεκα]] ὁ αὐτ. ἐν Πολιτ. 288C, πρβλ. Συμπ. 197 Ε˙ χωρὶς σπουδῆς Ἀριστ. Ρητ. 1. 9, 2. 2) ἀντικείμενον προσοχῆς καὶ ἐπιμελείας, σπουδαία [[ἀσχολία]], σπουδὴν ἐπ’ [[ἄλλην]] [[Ἡρακλῆς]] ὁρμώμενος Εὐρ. Ἱκέτ. 1199˙ πληθ., ἔν τε παιδιαῖς καὶ ἐν ταῖς σπουδαῖς Πλάτ. Νόμ. 647D, πρβλ. 732D, κ. ἀλλ. IV. σπουδῇ, ὡς ἐπίρρ., ἐν σπουδῇ, [[μετὰ]] σπουδῆς, [[ἐσπευσμένως]], «βιαστικά», προερέσσαμεν Ὀδ. Ν. 279˙ ἀνάβαινε Ο. 209˙ στρατιὴν ἄγειν Ἡρόδ. 9. 1, κ. ἀλλ., πρβλ. 89˙ [[συχν]]. παρ’ Ἀττ., σπ. [[πάνυ]] Θουκ. 8. 89, κτλ.˙ σπουδῇ ποδὸς Εὐρ. Ἑκ. 216. 2) [[μετὰ]] [[μεγάλης]] προσπαθείας καὶ δυσκολίας, [[ὅθεν]], δυσκόλως, χαλεπῶς, [[σχεδόν]], [[μόλις]], σχεδὸν ὡς τὸ σχολῇ, Ἰλ. Β. 99, Ε. 893, Ὀδ. Γ. 297˙ σπ. παρπεπιθόντες Ἰλ. Ψ. 37, Ὀδ. Ω. 119. 3) σπουδαίως, σοβαρῶς, ἐπειγόντως, σπουδῇ καλεῖν τινα Εὐρ. Φοίν. 849˙ [[πλεῖν]] Θουκ. 3. 49˙ ἀκούειν Πλάτ. Πολ. 388D σπ. χαριεντίζεσθαι ὁ αὐτ. ἐν Ἀπολλ. 24C [[πάνυ]] σπουδῇ, [[μετὰ]] προσοχῆς, ὁ αὐτ. ἐν Φαίδωνι 98Β˙ πολλῇ σπ., [[μετὰ]] πολλῆς ἀσχολίας, Ἡρόδ. 1. 88, Ξεν., κλ.˙ πάσῃ σπ. μανθάνειν Πλάτ. Νόμ. 752 Α, κτλ.
}}
{{bailly
|btext=ῆς (ἡ) :<br /><b>I.</b> hâte, empressement : σπουδῇ en hâte, avec précipitation, vite, promptement, prestement ; διὰ σπουδῆς XÉN avec empressement ; κατὰ σπουδήν THC, ὑπὸ σπουδῆς THC <i>m. sign.</i> ; σπουδὴν ἔχειν avoir hâte, se dépêcher;<br /><b>II.</b> effort, <i>particul.</i> :<br /><b>1</b> effort pénible et contraint : [[ἄτερ]] σπουδῆς OD sans peine ; <i>adv.</i> • σπουδῇ avec peine, avec effort, à peine;<br /><b>2</b> effort volontaire, zèle, ardeur : σπουδῇ avec zèle, avec ardeur ; [[ἄξιος]] σπουδῆς digne de zèle, qui mérite d’être recherché, <i>p. suite</i> qui a de la valeur, précieux ; <i>en parl. de pers.</i> digne d’estime ; σπουδαὶ λόγων EUR l’ardeur dans le discours ; σπουδῆς πολλῆς τὰ πράγματα προσδεῖται DÉM l’état présent des affaires demande beaucoup d’efforts ; σπουδὴν [[θέσθαι]] χάριν τινός SOPH, [[ἐν]] σπουδῇ [[θέσθαι]] [[τι]] PLUT mettre tout son zèle, apporter toute sa bonne volonté à qch, se donner de la peine pour qch ; σπουδὴν ἔχειν EUR se donner de la peine, faire effort ; σπουδὴν ἔχειν [[εἴς]] [[τι]] EUR, [[περί]] [[τι]], [[ἐπί]] [[τι]] se donner de la peine, faire effort pour qch ; σπουδὴν ἔχειν <i>ou</i> ποιεῖσθαι avec l’inf. HDT se donner de la peine, faire effort pour ; avec une prop. inf. HDT faire effort pour que;<br /><b>3</b> zèle pour une personne, intérêt <i>ou</i> bienveillance pour qqn, soins affectueux, attachement;<br /><b>4</b> ardeur pour obtenir qch, poursuite d’une charge, brigue;<br /><b>5</b> sérieux, gravité : ἀπὸ σπουδῆς IL, σπουδῇ THC, μετὰ σπουδῆς XÉN sérieusement ; σπουδῇ παίζειν XÉN, χαριεντίζεσθαι PLAT plaisanter avec un visage sérieux, plaisanter en gardant son sérieux.<br />'''Étymologie:''' R. Σπυδ, être empressé, v. [[σπεύδω]] ; cf. <i>lat.</i> studeo, studium.
}}
}}