σοροπηγός: Difference between revisions

Bailly1_4
(6_19)
(Bailly1_4)
Line 15: Line 15:
{{ls
{{ls
|lstext='''σοροπηγός''': -οῦ, ὁ ([[πήγνυμι]]) ὁ κατασκευάζων, σορούς, νεκροθήκας, φέρετρα, Ἀριστοφ. Νεφ. 846, Ἀνθ. Π. 11. 122, 123· ― σοροπήγιον, τό, τὸ [[ἐργαστήριον]] [[αὐτοῦ]], [[Πολυδ]]. Ζ΄, 160· ― σοροπηγέω, Μ. Ἀκομ. τ. Β΄, σ. 186. 1. 6, ἔκδ. Λ.
|lstext='''σοροπηγός''': -οῦ, ὁ ([[πήγνυμι]]) ὁ κατασκευάζων, σορούς, νεκροθήκας, φέρετρα, Ἀριστοφ. Νεφ. 846, Ἀνθ. Π. 11. 122, 123· ― σοροπήγιον, τό, τὸ [[ἐργαστήριον]] [[αὐτοῦ]], [[Πολυδ]]. Ζ΄, 160· ― σοροπηγέω, Μ. Ἀκομ. τ. Β΄, σ. 186. 1. 6, ἔκδ. Λ.
}}
{{bailly
|btext=οῦ (ὁ) :<br />fabricant de cercueils.<br />'''Étymologie:''' [[σορός]], [[πήγνυμι]].
}}
}}