στρατοπεδάρχης: Difference between revisions

Bailly1_4
(6_19)
(Bailly1_4)
Line 15: Line 15:
{{ls
{{ls
|lstext='''στρᾰτοπεδάρχης''': -ου, ὁ, [[στρατιωτικός]] [[διοικητής]], Λατιν. tribunus legionis, Διον. Ἁλ. 10. 36, Λουκ. Πῶς δεῖ Ἱστ. Συγγρ. 22.
|lstext='''στρᾰτοπεδάρχης''': -ου, ὁ, [[στρατιωτικός]] [[διοικητής]], Λατιν. tribunus legionis, Διον. Ἁλ. 10. 36, Λουκ. Πῶς δεῖ Ἱστ. Συγγρ. 22.
}}
{{bailly
|btext=ου (ὁ) :<br />commandant d’une armée.<br />'''Étymologie:''' [[στρατόπεδον]], [[ἄρχω]].
}}
}}