3,274,447
edits
(6_6) |
(Bailly1_4) |
||
Line 15: | Line 15: | ||
{{ls | {{ls | ||
|lstext='''σκέλος''': -εος, τό, ἓν τῶν [[κάτω]] [[ἄκρων]] ἀπὸ τοῦ κατὰ τὸ [[ἰσχίον]] συνδέσμου πρὸς τὰ [[κάτω]], μόνον [[ἅπαξ]] παρ’ Ὁμ., πρυμνὸν [[σκέλος]], ὁ [[γλουτός]], Ἰλ. Π. 314· [[κάμηλος]] ἐν τοῖσι ὀπισθίοισι σκέλεσι ἔχει τέσσερας μηροὺς καὶ [[γούνατα]] τέσσερα Ἡρόδ. 3. 103, πρβλ. 7. 61, 88· τὰ σκέλη τε καὶ τὰ ἰσχία πρὸς τὴν γῆν ἐρείσας Πλάτ. Φαῖδρ. 254Ε, πρβλ. π. τὰ Ζ. Ἱστ. 1. 15, 5· ἐπὶ ὀρχηστῶν, σκέλη ῥίπτειν, αἴρειν Ἀριστοφ. Εἰρ. 332, Ἐκκλ. 295· σκ. οὐράνιον ἐκλακτίζειν ὁ αὐτ. ἐν Σφ. 1492, πρβλ. 1525· οὐρανῷ σκέλη προφαίνων, ἐπί τινος ῥιφθέντος [[κατακέφαλα]], Σοφ. Ἠλ. 753· βαδίζειν ἐπὶ δυοῖν σκελοῖν, ἐφ’ ἑνὸς σκέλους πορεύεσθαι Πλάτ. Συμπ. 190D· ὁ [[δεινός]], ὁ [[ταλαύρινος]], ὁ κατὰ τοῖν σκελοῖν, ὁ ἔχων τὰ σκέλη μεγάλα, ὁ μακρὰ βήματα ποιῶν, Ἀριστοφ. Εἰρ. 241· ἐπὶ ἀνθρώπων συνήθως τὼ σκέλη, οὐχὶ τὰ σκέλη, Meineke εἰς Κωμικ. Ἀποσπ. 3, σ. 451· ἀλλὰ τὰ σκέλη Λουκ. πρ. Ἀπαίδευτ. 9, 2) ἐν στρατιωτικῇ φράσει, ἐπὶ [[σκέλος]] [[πάλιν]] χωρεῖν, ἀνάγειν, ὑποχωρῶ ἔχων τὸ [[πρόσωπον]] πρὸς τὸν ἐχθρὸν ἐστραμμένον, ὑποχωρῶ ἡσύχως [[ἠρέμα]], Λατ. pedetentim, Εὐρ. Φοίν. 1400, Ἀριστοφ. Ὄρν. 383· (ὡς τὸ ἐπὶ [[πόδα]] παρὰ Ξεν., πρβλ. ποὺς Ι. 6. β). 3) κατὰ [[σκέλος]] βαδίζειν, ἐπὶ τοῦ λέοντος καὶ τῆς καμήλου, [[βαδίζω]] κινῶν τὸν ὀπίσθιον [[πόδα]] [[μετὰ]] τὸν πρόσθιον κατὰ τὴν αὐτὴν πλευρὰν (καὶ οὐχὶ [[σταυροειδῶς]] ὡς τὰ πλεῖστα τῶν τετραπόδων), pedatim gradi Πλίν. 11. 105), Ἀριστοφ. περὶ τὰ Ζ. Ἱστ. 2. 1, 15., 9. 44, 3. 4) παρὰ [[σκέλος]] ἀπαντᾷ συναντᾷ τινα, κόπτει τινὸς τὸν δρόμον, ἐναντιοῦται εἴς τινα, Ἀρρ. Ἐπίκτ. 2. 12, 2 (εἰ μὴ ἀναγνώσομεν π. [[μέλος]]). ΙΙ. μεταφορ., τὰ σκέλη, δηλ. τὰ δύο μακρὰ τείχη τὰ ἑνοῦντα τὰς Ἀθήνας [[μετὰ]] τοῦ Πειραιῶς, Στράβ. 395, Πλουτ. Κίμ. 13· τὰ μακρὰ σκέλη Διόδ. 13. 107, Πλούτ. Λύσ. 14· ἃ καλοῦσι brachia ὁ Λίβ. 31. 26, καὶ Προπέρτ. 3. 20, 23· ἴδε Wordsw. εἰς Ἀθήν. καὶ Ἀττ. κεφ. 24· ― [[ὡσαύτως]], τὰ μακρὰ τείχη ἀπὸ Μεγάρων εἰς Νίσαιαν, Ἀριστοφ. Λυσ. 1170, πρβλ. Θουκ. 4. 109· τὰ μεταξὺ Κορίνθου καὶ Λεχαίου, Στράβ. 380. 2) τὰ πλάγια ξύλα ἢ ὑποστηρίγματα μηχανῆς, Ὀρειβάσ. 122 Μai. 3) [[μέρος]] χειρουργικοῦ ἐπιδέσμου, [[αὐτόθι]] 92. 4) τὰ μέρη περιόδου, Σχόλ. εἰς Αἰσχύλ. Θήβ. 94. | |lstext='''σκέλος''': -εος, τό, ἓν τῶν [[κάτω]] [[ἄκρων]] ἀπὸ τοῦ κατὰ τὸ [[ἰσχίον]] συνδέσμου πρὸς τὰ [[κάτω]], μόνον [[ἅπαξ]] παρ’ Ὁμ., πρυμνὸν [[σκέλος]], ὁ [[γλουτός]], Ἰλ. Π. 314· [[κάμηλος]] ἐν τοῖσι ὀπισθίοισι σκέλεσι ἔχει τέσσερας μηροὺς καὶ [[γούνατα]] τέσσερα Ἡρόδ. 3. 103, πρβλ. 7. 61, 88· τὰ σκέλη τε καὶ τὰ ἰσχία πρὸς τὴν γῆν ἐρείσας Πλάτ. Φαῖδρ. 254Ε, πρβλ. π. τὰ Ζ. Ἱστ. 1. 15, 5· ἐπὶ ὀρχηστῶν, σκέλη ῥίπτειν, αἴρειν Ἀριστοφ. Εἰρ. 332, Ἐκκλ. 295· σκ. οὐράνιον ἐκλακτίζειν ὁ αὐτ. ἐν Σφ. 1492, πρβλ. 1525· οὐρανῷ σκέλη προφαίνων, ἐπί τινος ῥιφθέντος [[κατακέφαλα]], Σοφ. Ἠλ. 753· βαδίζειν ἐπὶ δυοῖν σκελοῖν, ἐφ’ ἑνὸς σκέλους πορεύεσθαι Πλάτ. Συμπ. 190D· ὁ [[δεινός]], ὁ [[ταλαύρινος]], ὁ κατὰ τοῖν σκελοῖν, ὁ ἔχων τὰ σκέλη μεγάλα, ὁ μακρὰ βήματα ποιῶν, Ἀριστοφ. Εἰρ. 241· ἐπὶ ἀνθρώπων συνήθως τὼ σκέλη, οὐχὶ τὰ σκέλη, Meineke εἰς Κωμικ. Ἀποσπ. 3, σ. 451· ἀλλὰ τὰ σκέλη Λουκ. πρ. Ἀπαίδευτ. 9, 2) ἐν στρατιωτικῇ φράσει, ἐπὶ [[σκέλος]] [[πάλιν]] χωρεῖν, ἀνάγειν, ὑποχωρῶ ἔχων τὸ [[πρόσωπον]] πρὸς τὸν ἐχθρὸν ἐστραμμένον, ὑποχωρῶ ἡσύχως [[ἠρέμα]], Λατ. pedetentim, Εὐρ. Φοίν. 1400, Ἀριστοφ. Ὄρν. 383· (ὡς τὸ ἐπὶ [[πόδα]] παρὰ Ξεν., πρβλ. ποὺς Ι. 6. β). 3) κατὰ [[σκέλος]] βαδίζειν, ἐπὶ τοῦ λέοντος καὶ τῆς καμήλου, [[βαδίζω]] κινῶν τὸν ὀπίσθιον [[πόδα]] [[μετὰ]] τὸν πρόσθιον κατὰ τὴν αὐτὴν πλευρὰν (καὶ οὐχὶ [[σταυροειδῶς]] ὡς τὰ πλεῖστα τῶν τετραπόδων), pedatim gradi Πλίν. 11. 105), Ἀριστοφ. περὶ τὰ Ζ. Ἱστ. 2. 1, 15., 9. 44, 3. 4) παρὰ [[σκέλος]] ἀπαντᾷ συναντᾷ τινα, κόπτει τινὸς τὸν δρόμον, ἐναντιοῦται εἴς τινα, Ἀρρ. Ἐπίκτ. 2. 12, 2 (εἰ μὴ ἀναγνώσομεν π. [[μέλος]]). ΙΙ. μεταφορ., τὰ σκέλη, δηλ. τὰ δύο μακρὰ τείχη τὰ ἑνοῦντα τὰς Ἀθήνας [[μετὰ]] τοῦ Πειραιῶς, Στράβ. 395, Πλουτ. Κίμ. 13· τὰ μακρὰ σκέλη Διόδ. 13. 107, Πλούτ. Λύσ. 14· ἃ καλοῦσι brachia ὁ Λίβ. 31. 26, καὶ Προπέρτ. 3. 20, 23· ἴδε Wordsw. εἰς Ἀθήν. καὶ Ἀττ. κεφ. 24· ― [[ὡσαύτως]], τὰ μακρὰ τείχη ἀπὸ Μεγάρων εἰς Νίσαιαν, Ἀριστοφ. Λυσ. 1170, πρβλ. Θουκ. 4. 109· τὰ μεταξὺ Κορίνθου καὶ Λεχαίου, Στράβ. 380. 2) τὰ πλάγια ξύλα ἢ ὑποστηρίγματα μηχανῆς, Ὀρειβάσ. 122 Μai. 3) [[μέρος]] χειρουργικοῦ ἐπιδέσμου, [[αὐτόθι]] 92. 4) τὰ μέρη περιόδου, Σχόλ. εἰς Αἰσχύλ. Θήβ. 94. | ||
}} | |||
{{bailly | |||
|btext=<i>ion.</i> -εος, <i>att.</i> -ους (τό) :<br />jambe de l’homme et des animaux ; τὰ μακρὰ σκέλη <i>ou simpl.</i> τὰ σκέλη les Longs Murs entre Athènes et le Pirée ; τὰ σκέλη les Murs entre Mégare et Nisæa.<br />'''Étymologie:''' R. Σκελ, être desséché, d’où être sec et allongé ; cf. [[σκέλλω]]. | |||
}} | }} |