3,277,068
edits
(6_2) |
(Bailly1_4) |
||
Line 15: | Line 15: | ||
{{ls | {{ls | ||
|lstext='''ῥᾳστωνεύω''': [[ῥᾳθυμέω]], [[διάγω]] ἐν [[ῥᾳστώνῃ]], [[ὅταν]] ὁ μὲν πράττῃ ἐφ’ ᾦπερ ὥρμηται ὁ δὲ ῥᾳστωνεύῃ τῇ ψυχῇ παρὰ κρήναις καὶ ὑπὸ σκιαῖς ἀναπαυόμενος Ξεν. Οἰκ. 20, 18, Δίων Κ. 38. 39, κτλ.· ― παθ. πρκμ. ἐρρᾳστώνευμαι μὲ μέσην σημασίαν, Ἀριστείδ. Λεπτ. 3, Μάγιστρ. σ. 775. | |lstext='''ῥᾳστωνεύω''': [[ῥᾳθυμέω]], [[διάγω]] ἐν [[ῥᾳστώνῃ]], [[ὅταν]] ὁ μὲν πράττῃ ἐφ’ ᾦπερ ὥρμηται ὁ δὲ ῥᾳστωνεύῃ τῇ ψυχῇ παρὰ κρήναις καὶ ὑπὸ σκιαῖς ἀναπαυόμενος Ξεν. Οἰκ. 20, 18, Δίων Κ. 38. 39, κτλ.· ― παθ. πρκμ. ἐρρᾳστώνευμαι μὲ μέσην σημασίαν, Ἀριστείδ. Λεπτ. 3, Μάγιστρ. σ. 775. | ||
}} | |||
{{bailly | |||
|btext=se laisser aller à la mollesse, vivre d’une vie indolente <i>ou</i> nonchalante.<br />'''Étymologie:''' [[ῥᾳστώνη]]. | |||
}} | }} |