3,270,618
edits
(6_13a) |
(Bailly1_5) |
||
Line 12: | Line 12: | ||
{{ls | {{ls | ||
|lstext='''συντήκω''': μέλλ. -ξω, [[τήκω]], «λυώνω» [[ὁμοῦ]] εἰς ἓν [[μῖγμα]], [[συγχωνεύω]], Λατιν. conflare, ὑμᾶς σ. καὶ ἐμφῦσαι εἰς τὸ αὐτὸ Πλάτ. Συμπ. 192Ε· τὰ μόρια γόμφοις σ. ὁ αὐτ. ἐν Τιμ. 43Α· συμμιγνύειν καὶ σ. τὰς ψυχὰς τοῖς σώμασι Πλούτ. 2. 156D. 2) [[τήκω]], ὑγροποιῶ, [[διαλύω]] [[ὁμοῦ]], καίειν τὴν γῆν καὶ σ. Ἀντιφῶν παρ’ Ἀρποκρ.· σ. καὶ διακρίνειν Θεοφρ. π. Φυτ. Αἰτ. 6. 13, 2· ὑγροποιῶ [[ὁμοῦ]], αὐτὰ ἑαυτὰ Ἀριστ. περὶ Μακροβιότ. 5. 10. 3) μεταφορ., [[κατατήκω]], [[φθείρω]], «λυώνω», ἐμὲ συντήκουσι νύκτες ἡμέραι τε δακρύοις Εὐρ. Ι. Α. 398· τὸν πάντα χρόνον συντήκουσι δακρύοις ὁ αὐτ. ἐν Μηδ. 25. ΙΙ. Παθ., συντήκομαι. ἀόρ. α΄ συνετήχθην, ἀόρ. β΄ συνετάκην [ᾰ] καὶ ἐπὶ τῆς αὐτῆς σημασ., ἀμεταβ. πρκμ. ἐνεργ. συντέτηκα· ― τήκομαι καὶ [[σχηματίζω]] μίαν μᾶζαν, Πλούτ. 2. 395Β· μεταφορ., σ. τινι, συνενοῦμαι μετά τινος εἰς ἓν σύνολον, γαμέτας συντηχθεὶς ἀλόχῳ Εὐρ. Ἱκέτ. 1029· κακὸς κακῷ συντέτηκε ὁ αὐτ. ἐν Ἀποσπ. 298· ἀγαθὴ γυνὴ ἀνδρὶ συντέτηκε Τραγικ. παρὰ Κλημ. Ἀλ. 621· συντακεὶς τῷ ἐρωμένῳ Πλάτ. Συμπ. 192Ε, πρβλ. 183Ε. 2) τήκομαι, ἐξαφανίζομαι, «χάνομαι», ἴχνη οὐ ταχὺ συντήκεται Ξεν. Κυν. 10, 1· σ. ὑπὸ τοῦ πυρὸς Πλάτ. Τίμ. 83Β. 3) φθείρομαι, καταστρέφομαι, «λυώνω», συντήκεσθαι ὑπὸ λιμοῦ Ἱππ. π. Ἀρχ. Ἰητρ. 12· σ. λύπαις, νόσῳ Εὐρ. Ἠλ. 240, Ὀρ. 34, πρβλ. [[αὐτόθι]] 283, Μήδ. 689· πυρετοῖσι Ἀρετ. περὶ Αἰτ. Χρον. Παθ. 1. 8. | |lstext='''συντήκω''': μέλλ. -ξω, [[τήκω]], «λυώνω» [[ὁμοῦ]] εἰς ἓν [[μῖγμα]], [[συγχωνεύω]], Λατιν. conflare, ὑμᾶς σ. καὶ ἐμφῦσαι εἰς τὸ αὐτὸ Πλάτ. Συμπ. 192Ε· τὰ μόρια γόμφοις σ. ὁ αὐτ. ἐν Τιμ. 43Α· συμμιγνύειν καὶ σ. τὰς ψυχὰς τοῖς σώμασι Πλούτ. 2. 156D. 2) [[τήκω]], ὑγροποιῶ, [[διαλύω]] [[ὁμοῦ]], καίειν τὴν γῆν καὶ σ. Ἀντιφῶν παρ’ Ἀρποκρ.· σ. καὶ διακρίνειν Θεοφρ. π. Φυτ. Αἰτ. 6. 13, 2· ὑγροποιῶ [[ὁμοῦ]], αὐτὰ ἑαυτὰ Ἀριστ. περὶ Μακροβιότ. 5. 10. 3) μεταφορ., [[κατατήκω]], [[φθείρω]], «λυώνω», ἐμὲ συντήκουσι νύκτες ἡμέραι τε δακρύοις Εὐρ. Ι. Α. 398· τὸν πάντα χρόνον συντήκουσι δακρύοις ὁ αὐτ. ἐν Μηδ. 25. ΙΙ. Παθ., συντήκομαι. ἀόρ. α΄ συνετήχθην, ἀόρ. β΄ συνετάκην [ᾰ] καὶ ἐπὶ τῆς αὐτῆς σημασ., ἀμεταβ. πρκμ. ἐνεργ. συντέτηκα· ― τήκομαι καὶ [[σχηματίζω]] μίαν μᾶζαν, Πλούτ. 2. 395Β· μεταφορ., σ. τινι, συνενοῦμαι μετά τινος εἰς ἓν σύνολον, γαμέτας συντηχθεὶς ἀλόχῳ Εὐρ. Ἱκέτ. 1029· κακὸς κακῷ συντέτηκε ὁ αὐτ. ἐν Ἀποσπ. 298· ἀγαθὴ γυνὴ ἀνδρὶ συντέτηκε Τραγικ. παρὰ Κλημ. Ἀλ. 621· συντακεὶς τῷ ἐρωμένῳ Πλάτ. Συμπ. 192Ε, πρβλ. 183Ε. 2) τήκομαι, ἐξαφανίζομαι, «χάνομαι», ἴχνη οὐ ταχὺ συντήκεται Ξεν. Κυν. 10, 1· σ. ὑπὸ τοῦ πυρὸς Πλάτ. Τίμ. 83Β. 3) φθείρομαι, καταστρέφομαι, «λυώνω», συντήκεσθαι ὑπὸ λιμοῦ Ἱππ. π. Ἀρχ. Ἰητρ. 12· σ. λύπαις, νόσῳ Εὐρ. Ἠλ. 240, Ὀρ. 34, πρβλ. [[αὐτόθι]] 283, Μήδ. 689· πυρετοῖσι Ἀρετ. περὶ Αἰτ. Χρον. Παθ. 1. 8. | ||
}} | |||
{{bailly | |||
|btext=<b>I.</b> <i>tr., excepté au pf.</i><br /><b>1</b> faire fondre ensemble ; amalgamer, confondre, allier <i>ou</i> unir étroitement;<br /><b>2</b> faire fondre, dissoudre ; <i>fig.</i> faire dépérir, acc.;<br /><b>II.</b> <i>intr. (au pf.</i> συντέτηκα <i>et au Pass. ao.</i> συνετήχθην, <i>ao.2</i> συνετάκην) se dissoudre, s’effacer <i>en parl. de traces de pas ; fig.</i> se consumer, dépérir.<br />'''Étymologie:''' [[σύν]], [[τήκω]]. | |||
}} | }} |