συμφυσάω: Difference between revisions

Bailly1_5
(6_22)
(Bailly1_5)
Line 15: Line 15:
{{ls
{{ls
|lstext='''συμφῡσάω''': φυσῶ [[ὁμοῦ]], Ἀριστ. π. Οὐρ. 3. 5, 7, ἐν τῷ παθ.· ― [[ἐντεῦθεν]] ὡς τὸ Λατιν. conflare, μηχανῶμαι, [[κατασκευάζω]], ταῦτ’ ἐφ’ οἷσίν ἐστι συμφυσώμενα, «κατασκευαζόμενα· ἐπὶ τίνι συμπνέουσι καὶ ὁμοφωνοῦσιν ὅτι Κλέων καὶ Λακεδαιμόνιοι, φησὶν αὐτοὺς οὐκ ἀγνοεῖν» (Σχόλ.), Ἀριστοφ. Ἱππ. 468. ΙΙ. μεταφ., εἰς ταὐτὸν (τὸ λεγόμενον) ξυμφυσῆσαι, νὰ φυσήσῃ τις (ὡς λέγει ἡ [[παροιμία]]) εἰς τὸ αὐτὸ [[κέρας]], δηλ. νὰ συνεργασθῇ τις, Πλάτ. Νόμ. 708D. 2) ἐν τῷ παθ., ἐπὶ τοῦ ἀνέμου, φυσῶ, [[πνέω]] συγχρόνως, Πλουτ. Σερτώρ. 17.
|lstext='''συμφῡσάω''': φυσῶ [[ὁμοῦ]], Ἀριστ. π. Οὐρ. 3. 5, 7, ἐν τῷ παθ.· ― [[ἐντεῦθεν]] ὡς τὸ Λατιν. conflare, μηχανῶμαι, [[κατασκευάζω]], ταῦτ’ ἐφ’ οἷσίν ἐστι συμφυσώμενα, «κατασκευαζόμενα· ἐπὶ τίνι συμπνέουσι καὶ ὁμοφωνοῦσιν ὅτι Κλέων καὶ Λακεδαιμόνιοι, φησὶν αὐτοὺς οὐκ ἀγνοεῖν» (Σχόλ.), Ἀριστοφ. Ἱππ. 468. ΙΙ. μεταφ., εἰς ταὐτὸν (τὸ λεγόμενον) ξυμφυσῆσαι, νὰ φυσήσῃ τις (ὡς λέγει ἡ [[παροιμία]]) εἰς τὸ αὐτὸ [[κέρας]], δηλ. νὰ συνεργασθῇ τις, Πλάτ. Νόμ. 708D. 2) ἐν τῷ παθ., ἐπὶ τοῦ ἀνέμου, φυσῶ, [[πνέω]] συγχρόνως, Πλουτ. Σερτώρ. 17.
}}
{{bailly
|btext=-ῶ :<br />souffler en même temps.<br />'''Étymologie:''' [[σύν]], [[φυσάω]].
}}
}}