3,274,917
edits
(6_19) |
(Bailly1_5) |
||
Line 15: | Line 15: | ||
{{ls | {{ls | ||
|lstext='''ὑπέρφρων''': -ονος, ὁ, ἡ, (φρὴν) [[ὑπερβαλλόντως]] [[ὑπερήφανος]], [[ἀγέρωχος]], [[ὑπεροπτικός]], [[σῆμα]], λόγοι Αἰσχύλ. Θήβ. 380, 410· φρονήματα Εὐρ. [[Ἡρακλ]]. 388· οὐδ. πληθ. ὑπέρφρονα ὡς ἐπίρρ., Σοφ. Αἴ. 1236. ― Ἐπίρρ. ὑπερφρόνως, Δίων Κ. 37. 5 καὶ 49. 2) ἐπὶ καλῆς σημασίας, ἐκ τοῦ ὑπέρφρονος, ἐκ συναισθήσεως ὑπεροχῆς, Θουκ. 2. 62, Δίων Κ. 45. 43· - τὴν χρῆσιν ταύτην κατακρίνει ὁ [[Πολυδ]]. Θ΄, 147. | |lstext='''ὑπέρφρων''': -ονος, ὁ, ἡ, (φρὴν) [[ὑπερβαλλόντως]] [[ὑπερήφανος]], [[ἀγέρωχος]], [[ὑπεροπτικός]], [[σῆμα]], λόγοι Αἰσχύλ. Θήβ. 380, 410· φρονήματα Εὐρ. [[Ἡρακλ]]. 388· οὐδ. πληθ. ὑπέρφρονα ὡς ἐπίρρ., Σοφ. Αἴ. 1236. ― Ἐπίρρ. ὑπερφρόνως, Δίων Κ. 37. 5 καὶ 49. 2) ἐπὶ καλῆς σημασίας, ἐκ τοῦ ὑπέρφρονος, ἐκ συναισθήσεως ὑπεροχῆς, Θουκ. 2. 62, Δίων Κ. 45. 43· - τὴν χρῆσιν ταύτην κατακρίνει ὁ [[Πολυδ]]. Θ΄, 147. | ||
}} | |||
{{bailly | |||
|btext=ονος (ὁ, ἡ)<br /><b>1</b> qui a des sentiments trop hauts, fier, orgueilleux ; <i>plur. neutre adv.</i> • ὑπέρφρονα SOPH avec orgueil;<br /><b>2</b> <i>en b. part</i> qui a des sentiments élevés, magnanime : [[ἐκ]] [[τοῦ]] ὑπέρφρονος THC par grandeur d’âme.<br />'''Étymologie:''' [[ὑπέρ]], [[φρήν]]. | |||
}} | }} |