τόρευμα: Difference between revisions

Bailly1_5
(6_21)
(Bailly1_5)
Line 15: Line 15:
{{ls
{{ls
|lstext='''τόρευμα''': τό, [[ἔργον]] τορείας, ἀνάγλυφον (ἴδε [[τορεύω]] ΙΙ), Μένανδρ. ἐν «Ἁλιεῦσι» 4, Σώπατ. παρ’ Ἀθην. 230Ε· τορεύματα ἀργυρᾶ καὶ χρυσᾶ Διόδ. 3. 47· ὀστράκινα τ. (ἀντὶ τορνεύματα) Στράβ. 381. ΙΙ. ἐν Εὐρ. Ἡρ. Μαιν. 978, [[τόρευμα]] δεινὸν ποδὸς = [[τόρνευμα]], ἡ ταχεῖα [[περιστροφή]], ἴδε Matthiä ἐν τόπῳ· ἀλλ’ ὁ Στρέφ. διώρθωσε [[πόρευμα]].
|lstext='''τόρευμα''': τό, [[ἔργον]] τορείας, ἀνάγλυφον (ἴδε [[τορεύω]] ΙΙ), Μένανδρ. ἐν «Ἁλιεῦσι» 4, Σώπατ. παρ’ Ἀθην. 230Ε· τορεύματα ἀργυρᾶ καὶ χρυσᾶ Διόδ. 3. 47· ὀστράκινα τ. (ἀντὶ τορνεύματα) Στράβ. 381. ΙΙ. ἐν Εὐρ. Ἡρ. Μαιν. 978, [[τόρευμα]] δεινὸν ποδὸς = [[τόρνευμα]], ἡ ταχεῖα [[περιστροφή]], ἴδε Matthiä ἐν τόπῳ· ἀλλ’ ὁ Στρέφ. διώρθωσε [[πόρευμα]].
}}
{{bailly
|btext=ατος (τό) :<br />ciselure en creux <i>ou</i> en relief.<br />'''Étymologie:''' [[τορεύω]].
}}
}}