ταριχοπωλέω: Difference between revisions

Bailly1_5
(6_20)
(Bailly1_5)
Line 15: Line 15:
{{ls
{{ls
|lstext='''τᾰρῑχοπωλέω''': πωλῶ τεταριχευμένος, παστοὺς ἰχθῦς, Πλάτ. Χαρμ. 163Β. ΙΙ. ἀσχολοῦμαι εἰς τὴν ταρίχευσιν νεκρῶν σωμάτων, Λουκ. Νεκυομ. 17.
|lstext='''τᾰρῑχοπωλέω''': πωλῶ τεταριχευμένος, παστοὺς ἰχθῦς, Πλάτ. Χαρμ. 163Β. ΙΙ. ἀσχολοῦμαι εἰς τὴν ταρίχευσιν νεκρῶν σωμάτων, Λουκ. Νεκυομ. 17.
}}
{{bailly
|btext=-ῶ :<br />faire métier d’embaumer les corps.<br />'''Étymologie:''' [[ταριχοπώλης]].
}}
}}