3,274,159
edits
(6_14) |
(Bailly1_5) |
||
Line 15: | Line 15: | ||
{{ls | {{ls | ||
|lstext='''τόπαρχος''': ὁ, ἡ, ὁ ἔχων τὴν κυβέρνησιν ἢ διοίκησιν τόπου τινός, γυνὴ τ., ἡ [[κυρία]], [[δέσποινα]], Αἰσχύλ. Χο. 664· ἀλλ’ ὁ κῶδ. M. ἔχει τάπαρχος, [[ὅθεν]] ὁ Ahr. διώρθωσε γ’ [[ἄπαρχος]]· ὁ δὲ Bumberger [[στέγαρχος]]. | |lstext='''τόπαρχος''': ὁ, ἡ, ὁ ἔχων τὴν κυβέρνησιν ἢ διοίκησιν τόπου τινός, γυνὴ τ., ἡ [[κυρία]], [[δέσποινα]], Αἰσχύλ. Χο. 664· ἀλλ’ ὁ κῶδ. M. ἔχει τάπαρχος, [[ὅθεν]] ὁ Ahr. διώρθωσε γ’ [[ἄπαρχος]]· ὁ δὲ Bumberger [[στέγαρχος]]. | ||
}} | |||
{{bailly | |||
|btext=ου (ἡ) :<br /><b>1</b> maîtresse d’une maison;<br /><b>2</b> <i>Égypte ptol.</i> chef d’une [[τοπαρχία]].<br />'''Étymologie:''' [[τόπος]], [[ἄρχω]]. | |||
}} | }} |