συναλοάω: Difference between revisions

Bailly1_5
(6_6)
(Bailly1_5)
Line 15: Line 15:
{{ls
{{ls
|lstext='''συναλοάω''': Ἐπικ. ἀόρ. -ηλοίησα· ― [[ἁλωνίζω]] [[ὁμοῦ]], [[συντρίβω]], κατασυντρίβω (διὰ βοῶν), Ἡρακλείδ. παρ’ Ἀθην. 524Α. 2) κατασυντρίβω, [[μέχρι]] συνηλοίησε παρήια Θεόκρ. 22. 128, Κόϊντ. Σμ. 11. 472, Ὀππ. Κυν. 1. 268, Πλούτ., κλπ.
|lstext='''συναλοάω''': Ἐπικ. ἀόρ. -ηλοίησα· ― [[ἁλωνίζω]] [[ὁμοῦ]], [[συντρίβω]], κατασυντρίβω (διὰ βοῶν), Ἡρακλείδ. παρ’ Ἀθην. 524Α. 2) κατασυντρίβω, [[μέχρι]] συνηλοίησε παρήια Θεόκρ. 22. 128, Κόϊντ. Σμ. 11. 472, Ὀππ. Κυν. 1. 268, Πλούτ., κλπ.
}}
{{bailly
|btext=-οῶ;<br />déchirer.<br />'''Étymologie:''' [[σύν]], [[ἀλοάω]].
}}
}}