3,270,559
edits
(6_8) |
(Bailly1_5) |
||
Line 12: | Line 12: | ||
{{ls | {{ls | ||
|lstext='''τροφεύς''': έως, ὁ, (τροφὴ) ὁ τρέφων ἢ ἀνατρέφων, θρεπτήρ, θετὸς [[πατήρ]], «ψυχοπατέρας», Ὀδυσσεὺς χὠ τροφεὺς τοὐμοῦ πατρός, ὁ ἀναθρέψας τὸν πατέρα μου, Σοφ. Φ. 344, Εὐρ. Ἠλ. 16, Φοίν. 45· ἐπὶ γυναικός, ἡ [[τροφός]], Αἰσχύλ. Χο. 760· πρβλ. [[τροφός]], [[κναφεύς]]. 2) παρὰ Σοφ. Αἴ. 863, ὁ Αἴ. προσφωνεῖ τὰς πεδιάδας καὶ τὰ ὄρη τῆς Τροίας: χαίρετ’ ὦ τροφῆς ἐμοί, σεῖς οἱ θρέψαντές με· ἤ, μεθ’ ὧν συνέζησα· οὕτω, τροφέας παρέδωκε τὴν γῆν καὶ τὴν θάλασσαν Ἀντιφῶν 125. 24. 3) ὁ ἀνατρέπων, ἵππων Πλάτ. Νόμ. 735Β· ἅρματος τρ., ὁ διατηρῶν ἅρμα, [[αὐτόθι]] 834Β· πάσης κακίας, ὁ περιθάλπων πᾶσαν κακίαν, ὁ αὐτ. ἐν Πολ. 580Α. | |lstext='''τροφεύς''': έως, ὁ, (τροφὴ) ὁ τρέφων ἢ ἀνατρέφων, θρεπτήρ, θετὸς [[πατήρ]], «ψυχοπατέρας», Ὀδυσσεὺς χὠ τροφεὺς τοὐμοῦ πατρός, ὁ ἀναθρέψας τὸν πατέρα μου, Σοφ. Φ. 344, Εὐρ. Ἠλ. 16, Φοίν. 45· ἐπὶ γυναικός, ἡ [[τροφός]], Αἰσχύλ. Χο. 760· πρβλ. [[τροφός]], [[κναφεύς]]. 2) παρὰ Σοφ. Αἴ. 863, ὁ Αἴ. προσφωνεῖ τὰς πεδιάδας καὶ τὰ ὄρη τῆς Τροίας: χαίρετ’ ὦ τροφῆς ἐμοί, σεῖς οἱ θρέψαντές με· ἤ, μεθ’ ὧν συνέζησα· οὕτω, τροφέας παρέδωκε τὴν γῆν καὶ τὴν θάλασσαν Ἀντιφῶν 125. 24. 3) ὁ ἀνατρέπων, ἵππων Πλάτ. Νόμ. 735Β· ἅρματος τρ., ὁ διατηρῶν ἅρμα, [[αὐτόθι]] 834Β· πάσης κακίας, ὁ περιθάλπων πᾶσαν κακίαν, ὁ αὐτ. ἐν Πολ. 580Α. | ||
}} | |||
{{bailly | |||
|btext=έως (ὁ) :<br /><b>1</b> celui qui nourrit, celui qui élève, qui prend soin;<br /><b>2</b> nourrisseur, éleveur (de chevaux, <i>etc.</i>).<br />'''Étymologie:''' [[τρέφω]]. | |||
}} | }} |