ὑλακή: Difference between revisions

Bailly1_5
(6_10)
(Bailly1_5)
Line 15: Line 15:
{{ls
{{ls
|lstext='''ὑλακή''': ἡ, «γαύγυσμα», Ποιητὴς ἐν Πλάτ. Νόμ. 967D, Ἀνθ. Π. 6. 167, Ἀπολλ. Ρόδ., κλπ.· [[ὡσαύτως]] παρὰ μεταγεν. πεζογράφοις, Πλουτ. Κίμ. 18, Λουκ., κλπ.
|lstext='''ὑλακή''': ἡ, «γαύγυσμα», Ποιητὴς ἐν Πλάτ. Νόμ. 967D, Ἀνθ. Π. 6. 167, Ἀπολλ. Ρόδ., κλπ.· [[ὡσαύτως]] παρὰ μεταγεν. πεζογράφοις, Πλουτ. Κίμ. 18, Λουκ., κλπ.
}}
{{bailly
|btext=ῆς (ἡ) :<br />aboiement.<br />'''Étymologie:''' [[ὑλάω]].
}}
}}