ὑπομειδιάω: Difference between revisions

Bailly1_5
(6_23)
(Bailly1_5)
Line 15: Line 15:
{{ls
{{ls
|lstext='''ὑπομειδιάω''': μειδιῶ ἁπαλῶς, χαμογελῶ, Ἀνακρεόντ. 29. 14, Πλούτ. κλπ.· ὑπ. Σαρδόνιον Πολύβ. 17. 7, 6.
|lstext='''ὑπομειδιάω''': μειδιῶ ἁπαλῶς, χαμογελῶ, Ἀνακρεόντ. 29. 14, Πλούτ. κλπ.· ὑπ. Σαρδόνιον Πολύβ. 17. 7, 6.
}}
{{bailly
|btext=-ῶ :<br />sourire doucement <i>ou</i> à la dérobée.<br />'''Étymologie:''' [[ὑπό]], [[μειδιάω]].
}}
}}