3,276,318
edits
(6_15) |
(Bailly1_5) |
||
Line 12: | Line 12: | ||
{{ls | {{ls | ||
|lstext='''τρῡσίβιος''': -ον, ([[τρύω]]) ὁ καταπονῶν, κατατρύχων τὸν βίον, φειδωλοῦ καὶ τρυσιβίου γαστρός, «κεκολασμένης καὶ καταπονούσης τὸν βίον» (Σχόλ.), Ἀριστοφ. Νεφ. 421. | |lstext='''τρῡσίβιος''': -ον, ([[τρύω]]) ὁ καταπονῶν, κατατρύχων τὸν βίον, φειδωλοῦ καὶ τρυσιβίου γαστρός, «κεκολασμένης καὶ καταπονούσης τὸν βίον» (Σχόλ.), Ἀριστοφ. Νεφ. 421. | ||
}} | |||
{{bailly | |||
|btext=ος, ον :<br />qui rend sa vie pénible.<br />'''Étymologie:''' [[τρύω]], [[βίος]]. | |||
}} | }} |