χιονοβόλος: Difference between revisions

Bailly1_5
(6_17)
(Bailly1_5)
Line 15: Line 15:
{{ls
{{ls
|lstext='''χιονοβόλος''': -ον, ὁ βάλλων χιόνα, χιονίζων, [[χιονώδης]], [[χιονοβόλος]] ἡ ὥρα γινομένη λιποβοτανεῖν ἐποίησε τὴν χώραν Πλούτ. 2. 18. Ε. ΙΙ. χιονόβολος, ον, βεβλημένος ὑπὸ χιόνος, [[χιονόβλητος]], κεκαλυμμένος ὑπὸ χιόνος, ὄρη Στράβ. 409, πρβλ. [[χιονόβατος]].
|lstext='''χιονοβόλος''': -ον, ὁ βάλλων χιόνα, χιονίζων, [[χιονώδης]], [[χιονοβόλος]] ἡ ὥρα γινομένη λιποβοτανεῖν ἐποίησε τὴν χώραν Πλούτ. 2. 18. Ε. ΙΙ. χιονόβολος, ον, βεβλημένος ὑπὸ χιόνος, [[χιονόβλητος]], κεκαλυμμένος ὑπὸ χιόνος, ὄρη Στράβ. 409, πρβλ. [[χιονόβατος]].
}}
{{bailly
|btext=ος, ον :<br />qui répand <i>ou</i> amène la neige.<br />'''Étymologie:''' [[χιών]], [[βάλλω]].
}}
}}