συναναπληρόω: Difference between revisions

Bailly1_5
(6_5)
(Bailly1_5)
Line 15: Line 15:
{{ls
{{ls
|lstext='''συναναπληρόω''': ἀναπληρῶ [[ὁμοῦ]], συγχρόνως, Θεοφρ. π. Φυτ. Ἱστ. 4. 13, 4, ἐν τῷ παθ.˙ [[παρέχω]] εἰς ἀναπλήρωσιν, τινί τι Πολύβ. 23. 18, 7, Πλούτ.
|lstext='''συναναπληρόω''': ἀναπληρῶ [[ὁμοῦ]], συγχρόνως, Θεοφρ. π. Φυτ. Ἱστ. 4. 13, 4, ἐν τῷ παθ.˙ [[παρέχω]] εἰς ἀναπλήρωσιν, τινί τι Πολύβ. 23. 18, 7, Πλούτ.
}}
{{bailly
|btext=-ῶ :<br />compenser.<br />'''Étymologie:''' [[σύν]], [[ἀναπληρόω]].
}}
}}