στιλβηδών: Difference between revisions

Bailly1_4
(6_19)
(Bailly1_4)
Line 15: Line 15:
{{ls
{{ls
|lstext='''στιλβηδών''': -όνος, ἡ, [[λαμπρότης]], [[στιλπνότης]], «γυαλάδα», «λοῦστρον», στ. λαβεῖν Θεοφρ. π. Φυτ. Ἱστ. 5. 4, 2· ὀφθαλμῶν Πλούτ. 2. 889D.
|lstext='''στιλβηδών''': -όνος, ἡ, [[λαμπρότης]], [[στιλπνότης]], «γυαλάδα», «λοῦστρον», στ. λαβεῖν Θεοφρ. π. Φυτ. Ἱστ. 5. 4, 2· ὀφθαλμῶν Πλούτ. 2. 889D.
}}
{{bailly
|btext=όνος (ἡ) :<br />lueur, éclat.<br />'''Étymologie:''' [[στίλβω]].
}}
}}