3,274,313
edits
(6_5) |
(Bailly1_5) |
||
Line 15: | Line 15: | ||
{{ls | {{ls | ||
|lstext='''συναναστρέφω''': ἀναστρέφομαι, στρέφομαι πρὸς τὰ [[ὀπίσω]] [[ὁμοῦ]], ἀμεταβ., Πλουτ. Γάλβ. 10. 25. ΙΙ. Παθ καὶ μέσ., ὡς καὶ νῦν, ἀναστρέφομαι [[ὁμοῦ]] μετά τινος, τινι Διόδ. 8. 58, Πλουτ. Λυκοῦργ. 17˙ καὶ [[οὕτως]] ἐν τῷ ἐνεργ., Ἀγαθαρχ. παρ’ Ἀθην. 168D. 2) [[ἀγωνίζομαι]] κατά τινος, συνανεστράφην τῇ ἀδελφῇ μου καὶ ἠδυνάσθην Ἑβδ. (Γέν. Λ΄, 8). | |lstext='''συναναστρέφω''': ἀναστρέφομαι, στρέφομαι πρὸς τὰ [[ὀπίσω]] [[ὁμοῦ]], ἀμεταβ., Πλουτ. Γάλβ. 10. 25. ΙΙ. Παθ καὶ μέσ., ὡς καὶ νῦν, ἀναστρέφομαι [[ὁμοῦ]] μετά τινος, τινι Διόδ. 8. 58, Πλουτ. Λυκοῦργ. 17˙ καὶ [[οὕτως]] ἐν τῷ ἐνεργ., Ἀγαθαρχ. παρ’ Ἀθην. 168D. 2) [[ἀγωνίζομαι]] κατά τινος, συνανεστράφην τῇ ἀδελφῇ μου καὶ ἠδυνάσθην Ἑβδ. (Γέν. Λ΄, 8). | ||
}} | |||
{{bailly | |||
|btext=<b>1</b> revenir ensemble en arrière;<br /><b>2</b> avoir des relations avec, vivre parmi;<br /><i><b>Moy.</b></i> συναναστρέφομαι (<i>ao.</i> συνανεστρεψάμην, <i>ao.2 Pass.</i> συνανεστράφην);<br /><b>1</b> avoir des relations avec, vivre parmi;<br /><b>2</b> lutter avec, τινι.<br />'''Étymologie:''' [[σύν]], [[ἀναστρέφω]]. | |||
}} | }} |