συνεισπέμπω: Difference between revisions

Bailly1_5
(6_14)
(Bailly1_5)
Line 15: Line 15:
{{ls
{{ls
|lstext='''συνεισπέμπω''': μέλλ. -ψω, [[εἰσπέμπω]] [[ὁμοῦ]] μετά τινος, [[ἔνθα]] ὁ Κοραῆς διώρθωσε: [[συνεκπέμπω]], Αἰλ. Ποικ. Ἱστ. 12, 43, ἴδε σημ. Κοραῆ (σ. 332 ἐν τέλει), ἴδε καὶ Θησ. Στεφ. ἐν λέξει.
|lstext='''συνεισπέμπω''': μέλλ. -ψω, [[εἰσπέμπω]] [[ὁμοῦ]] μετά τινος, [[ἔνθα]] ὁ Κοραῆς διώρθωσε: [[συνεκπέμπω]], Αἰλ. Ποικ. Ἱστ. 12, 43, ἴδε σημ. Κοραῆ (σ. 332 ἐν τέλει), ἴδε καὶ Θησ. Στεφ. ἐν λέξει.
}}
{{bailly
|btext=envoyer qqe part avec.<br />'''Étymologie:''' [[σύν]], [[εἰσπέμπω]].
}}
}}