συναγοράζω: Difference between revisions

Bailly1_5
(6_13b)
(Bailly1_5)
Line 15: Line 15:
{{ls
{{ls
|lstext='''συνᾰγοράζω''': μέλλ. -άσω, [[ἀγοράζω]] [[ὁμοῦ]] ἢ ὁλικῶς, τὸν σῖτον πάντα Ἀριστ. Οἰκ. 2. 9, 1, πρβλ. Ἀθήν. 6Α, 214Ε.
|lstext='''συνᾰγοράζω''': μέλλ. -άσω, [[ἀγοράζω]] [[ὁμοῦ]] ἢ ὁλικῶς, τὸν σῖτον πάντα Ἀριστ. Οἰκ. 2. 9, 1, πρβλ. Ἀθήν. 6Α, 214Ε.
}}
{{bailly
|btext=acheter avec <i>ou</i> ensemble.<br />'''Étymologie:''' [[σύν]], [[ἀγοράζω]].
}}
}}