συρφετώδης: Difference between revisions

Bailly1_5
(6_7)
(Bailly1_5)
Line 12: Line 12:
{{ls
{{ls
|lstext='''συρφετώδης''': -ες, ὁ [[ὅμοιος]] πρὸς συρφετόν, [[ὁμοῦ]] σεσωρευμένος, [[ἀνάμικτος]], [[χυδαῖος]], συρ. [[ὄχλος]] Πολύβ. 4. 75, 5, πρβλ. Λουκ. περὶ Ὀρχ. 83, κτλ.· σ. [[βωμολοχία]] Πλούτ. 2. 454Ε.
|lstext='''συρφετώδης''': -ες, ὁ [[ὅμοιος]] πρὸς συρφετόν, [[ὁμοῦ]] σεσωρευμένος, [[ἀνάμικτος]], [[χυδαῖος]], συρ. [[ὄχλος]] Πολύβ. 4. 75, 5, πρβλ. Λουκ. περὶ Ὀρχ. 83, κτλ.· σ. [[βωμολοχία]] Πλούτ. 2. 454Ε.
}}
{{bailly
|btext=ης, ες :<br />composé d’un ramassis de populace.<br />'''Étymologie:''' [[συρφετός]], -ωδης.
}}
}}