3,277,055
edits
(6_21) |
(Bailly1_4) |
||
Line 15: | Line 15: | ||
{{ls | {{ls | ||
|lstext='''στήριγμα''': τό, [[ὑποστήριγμα]], θεμέλιον, χερὸς στ., [[ἔρεισμα]], [[ὑποστήριξις]], Εὐρ. Ι. Α. 617· θνητῶν στ. κραταιὸν Ὀρφ. Ὕμν. 17. 7· στηρίγματος δεῖσθαι Πλούτ. 2. 649Β. 2) = [[στῆριγξ]] 2, Νικόστρ. ἐν Ἀδήλ. 11, Πλουτ. Κοριολ. 24. 3) = [[στεῖρα]] (Α), [[στερέωμα]], Νόνν. Δ. 40. 451. | |lstext='''στήριγμα''': τό, [[ὑποστήριγμα]], θεμέλιον, χερὸς στ., [[ἔρεισμα]], [[ὑποστήριξις]], Εὐρ. Ι. Α. 617· θνητῶν στ. κραταιὸν Ὀρφ. Ὕμν. 17. 7· στηρίγματος δεῖσθαι Πλούτ. 2. 649Β. 2) = [[στῆριγξ]] 2, Νικόστρ. ἐν Ἀδήλ. 11, Πλουτ. Κοριολ. 24. 3) = [[στεῖρα]] (Α), [[στερέωμα]], Νόνν. Δ. 40. 451. | ||
}} | |||
{{bailly | |||
|btext=ατος (τό) :<br /><b>1</b> soutien, appui;<br /><b>2</b> <i>c.</i> [[στῆριγξ]].<br />'''Étymologie:''' [[στηρίζω]]. | |||
}} | }} |