στήριγμα: Difference between revisions

m
LSJ1 replacement
(Bailly1_4)
m (LSJ1 replacement)
 
(27 intermediate revisions by the same user not shown)
Line 8: Line 8:
|Transliteration C=stirigma
|Transliteration C=stirigma
|Beta Code=sth/rigma
|Beta Code=sth/rigma
|Definition=ατος, τό, <span class="sense"><p>&nbsp;&nbsp;&nbsp;<span class="bld">A</span> <b class="b2">support, foundation</b>, <b class="b3">χερὸς . . στηρίγματα</b> <b class="b2">the support of</b> one's hand, <span class="bibl">E.<span class="title">IA</span>617</span>; <b class="b3">στηρίγματ' οἴκου</b>, of children, <span class="title">Trag.Adesp.</span>427; θνητῶν σ. κραταιόν <span class="bibl">Orph.<span class="title">H.</span>18.7</span>; περιπλοκῆς δεῖται καὶ στηρίγματος Plu.2.649c, cf. <span class="bibl">Ph.1.644</span>: in pl., of a tower, <span class="bibl">J.<span class="title">BJ</span>2.17.8</span>. </span><span class="sense">&nbsp;&nbsp;&nbsp;<span class="bld">2</span> = [[στῆριγξ]] <span class="bibl">2</span>, <span class="bibl">Nicostr.Com.39</span> (<b class="b3">στήριγγα</b> cj. Kock), <span class="bibl">Plu.<span class="title">Cor.</span> 24</span>. </span><span class="sense">&nbsp;&nbsp;&nbsp;<span class="bld">3</span> = [[στεῖρα]] (A), στερέωμα <span class="bibl">3</span>, <span class="bibl">Nonn.<span class="title">D.</span>40.451</span>. </span><span class="sense">&nbsp;&nbsp;&nbsp;<span class="bld">4</span> = [[στερέωμα]] <span class="bibl">4</span>, <span class="title">PMag.Lond.</span>121.509. </span><span class="sense">&nbsp;&nbsp;&nbsp;<span class="bld">5</span> <b class="b3">τὸ λοιπὸν τοῦ σ</b>. the rest of the <b class="b2">multitude</b>, <span class="bibl">LXX <span class="title">4 Ki.</span>25.11</span>. </span><span class="sense">&nbsp;&nbsp;&nbsp;<span class="bld">6</span> pl., <b class="b2">surgical supports</b>, = [[ἀποστηρίγματα]], distd. fr. <b class="b3">ἑρμάσματα</b>, Gal.18(2).917.</span>
|Definition=-ατος, τό,<br><span class="bld">A</span> [[support]], [[foundation]], χερὸς . . στηρίγματα the [[support]] of one's [[hand]], E.IA617; [[στηρίγματ' οἴκου]] = [[pillar]] of the [[house]], of [[children]], Trag.Adesp.427; θνητῶν σ. κραταιόν Orph.H.18.7; περιπλοκῆς δεῖται καὶ στηρίγματος = it needs a [[base]] around which it can be woven Plu.2.649c, cf. Ph.1.644: in plural, of a [[tower]], J.BJ2.17.8.<br><span class="bld">2</span> = [[στῆριγξ]] 2, Nicostr.Com.39 ([[στήριγγα]] cj. Kock), Plu.Cor. 24.<br><span class="bld">3</span> = [[στεῖρα]] (A), στερέωμα 3, Nonn.D.40.451.<br><span class="bld">4</span> = [[στερέωμα]] 4, PMag.Lond.121.509.<br><span class="bld">5</span> [[τὸ λοιπὸν τοῦ στηρίγματος]] = the [[rest]] of the [[multitude]], [[LXX]] 4 Ki.25.11.<br><span class="bld">6</span> pl., [[στηρίγματα]] = [[surgical]] [[support]]s = [[ἀποστήριγμα|ἀποστηρίγματα]], distinguished from [[ἕρμασμα|ἑρμάσματα]], Gal.18(2).917.
}}
}}
{{pape
{{pape
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-02-0942.png Seite 942]] τό, das Gestützte, die Stütze; χερὸς στηρίγματα, Eur. I. A. 617; Plut. Symp. 3, 2, 2.
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-02-0942.png Seite 942]] τό, das Gestützte, die Stütze; χερὸς στηρίγματα, Eur. I. A. 617; Plut. Symp. 3, 2, 2.
}}
{{bailly
|btext=ατος (τό) :<br /><b>1</b> [[soutien]], [[appui]];<br /><b>2</b> <i>c.</i> [[στῆριγξ]].<br />'''Étymologie:''' [[στηρίζω]].
}}
{{elnl
|elnltext=στήριγμα -ατος, τό [στηρίζω] steun, ondersteuning; Eur. IA 617; van een vork (om de disselboom van een wagen op te leggen). Plut. Cor. 24.10.
}}
{{elru
|elrutext='''στήριγμα:''' ατος τό<br /><b class="num">1</b> [[подпора]], [[поддержка]] (ὁ κιττὸς δεῖται στηρίγματος Plut.): χερὸς στηρίγματα ἐνδοῦναί τινι Eur. дать кому-л. опереться на свою руку;<br /><b class="num">2</b> Plut. [[varia lectio|v.l.]] = [[στῆριγξ]] 2.
}}
}}
{{ls
{{ls
|lstext='''στήριγμα''': τό, [[ὑποστήριγμα]], θεμέλιον, χερὸς στ., [[ἔρεισμα]], [[ὑποστήριξις]], Εὐρ. Ι. Α. 617· θνητῶν στ. κραταιὸν Ὀρφ. Ὕμν. 17. 7· στηρίγματος δεῖσθαι Πλούτ. 2. 649Β. 2) = [[στῆριγξ]] 2, Νικόστρ. ἐν Ἀδήλ. 11, Πλουτ. Κοριολ. 24. 3) = [[στεῖρα]] (Α), [[στερέωμα]], Νόνν. Δ. 40. 451.
|lstext='''στήριγμα''': τό, [[ὑποστήριγμα]], θεμέλιον, χερὸς στ., [[ἔρεισμα]], [[ὑποστήριξις]], Εὐρ. Ι. Α. 617· θνητῶν στ. κραταιὸν Ὀρφ. Ὕμν. 17. 7· στηρίγματος δεῖσθαι Πλούτ. 2. 649Β. 2) = [[στῆριγξ]] 2, Νικόστρ. ἐν Ἀδήλ. 11, Πλουτ. Κοριολ. 24. 3) = [[στεῖρα]] (Α), [[στερέωμα]], Νόνν. Δ. 40. 451.
}}
}}
{{bailly
{{eles
|btext=ατος (τό) :<br /><b>1</b> soutien, appui;<br /><b>2</b> <i>c.</i> [[στῆριγξ]].<br />'''Étymologie:''' [[στηρίζω]].
|esgtx=[[firmamento]]
}}
{{grml
|mltxt=-ίγματος, το, ΝΜΑ [[στηρίζω]]<br /><b>1.</b> [[καθετί]] [[πάνω]] στο οποίο στηρίζεται [[κάτι]], [[μέσο]] στήριξης, [[έρεισμα]] (α. «[[στήριγμα]] της καρέκλας» β. «καί μοι [[χερός]] τις ἐνδότω στηρίγματα, θάκους ἀπήνης ὡς ἂν ἐκλίπω [[καλῶς]]», <b>Ευρ.</b>)<br /><b>2.</b> <b>μτφ.</b> [[πρόσωπο]] στο οποίο μπορεί να βασιστεί [[κανείς]] για υλική ἡ [[ηθική]] [[βοήθεια]], [[προστάτης]], [[βοηθός]] (α. «ο [[γιος]] της ήταν το μόνο στήριγμά της» β. «ὡς [[στήριγμα]] πιστῶν δεδομένη, Παρθένε», Μηναί.<br />γ. «στηρίγματ' οἴκου, Τραγ. Αδέσπ.)<br /><b>νεοελλ.</b><br /><b>1.</b> <b>στρ.</b> μικρό [[τμήμα]] ειδικά διατεθειμένο για την [[υπεράσπιση]] μιας μονάδας πυροβολικού που εκτελεί [[βολή]] [[εναντίον]] του εχθρού<br /><b>2.</b> <b>μτφ.</b> α) [[ηθική]] [[προστασία]], [[βοήθεια]]<br />β) [[βάση]], [[αρχή]]<br /><b>3.</b> <b>(μυκητ.)</b> καθεμιά από τις [[τέσσερεις]], [[συνήθως]], προεκβολές στην [[κορυφή]] ενός βασιδίου οι οποίες φέρουν στην [[κορυφή]] από ένα βασιδιοσπόριο<br /><b>4.</b> <b>φρ.</b> «[[στήριγμα]] διανύσματος»<br /><b>μαθ.</b> η απεριόριστη [[ευθεία]] [[πάνω]] στην οποία φέρεται ένα [[διάνυσμα]]<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> [[παρακερκίς]]<br /><b>2.</b> η [[στείρα]] του πλοίου<br /><b>3.</b> [[ουρανός]], [[στερέωμα]]<br /><b>4.</b> (με περιληπτ. σημ.) [[ομάδα]] φρουρών, φυλάκων ή υπηρετών που διατελούν σε [[υπηρεσία]] άρχοντα ή δημόσιου ιδρύματος («τὸ λοιπὸν τοῦ στηρίγματος μετῇρε Ναβουζαρδάν», ΠΔ.)<br /><b>5.</b> <b>στον πληθ.</b> <i>τὰ στηρίγματα</i><br />χειρουργικά υποστηρίγματα.
}}
{{lsm
|lsmtext='''στήριγμα:''' τό,<br /><b class="num">1.</b> [[υποστήριγμα]], [[έρεισμα]], [[βάση]], [[έδρα]], σε Ευρ.<br /><b class="num">2.</b> = [[στῆριγξ]] 2, σε Πλούτ.
}}
{{mdlsj
|mdlsjtxt=[[στήριγμα]], ατος, τό,<br /><b class="num">1.</b> a [[support]], Eur.<br /><b class="num">2.</b> = [[στῆριγξ]] 2, Plut.
}}
{{elmes
|esmgtx=τό [[firmamento]] sobre el que está Helios σὺ γὰρ εἶ ὁ ἐπὶ τοῦ ἁγίου στηρίγματος σεαυτὸν ἱδρύσας ἀοράτῳ φάει <b class="b3">pues tú eres el que te has sentado sobre el sagrado firmamento con una luz invisible</b> P VII 509
}}
}}