σύνδικος: Difference between revisions

Bailly1_5
(6_14)
(Bailly1_5)
Line 15: Line 15:
{{ls
{{ls
|lstext='''σύνδῐκος''': ὁ, ἡ, ([[δίκη]]) ὁ βοηθῶν τινα ἐν δικαστηρίῳ, [[συνήγορος]], Λατ. patronus, ἀρωγούς ξυνδίκους θ’ ἥκω λαβὼν Αἰσχύλ. Ἱκ. 726· μητρὸς τάσδε σ. ὁρῶν ὁ αὐτ. ἐν Εὐμ. 761· [[τύμβος]] Ἰολάου σ. αὐτῷ Πινδ. Ο. 9. 148· ξύνδικοί τε καὶ μάρτυρες Πλάτ. Νόμ. 929Ε· τὸν νόμον σύνδικον ἔχων, ἔχων [[ὑπὲρ]] [[ἑαυτοῦ]] συνήγορον καὶ προστάτην τὸν νόμον, Ἰσοκρ. 387Α· σ. ὑπέρ τινος Δημ. 271. 22. 2) Ἐν Ἀθήναις οἱ σύνδικοι ἦσαν συνήγοροι τοῦ δημοσίου διοριζόμενοι [[ὅπως]] ἀντιπροσωπεύωσι τὴν πόλιν καὶ συνηγορῶσιν [[ὑπὲρ]] τῶν συμφερόντων καὶ τῆς ἀξιοπρεπείας αὐτῆς, Συλλ. Ἐπιγραφ. 126, κτλ.˙ ᾕρηνται δὲ τῷ νόμῳ σύνδικοι, καὶ μάλισθ’ οἱ δεινοὶ λέγειν ἄνδρες Δημ. 501. 22, πρβλ. 503. 15˙ [[μάλιστα]] [[ὅπως]] συνηγορῶσιν [[ὑπὲρ]] τῆς πόλεως ἐνώπιον ξένων δικαστηρίων, [[οἷον]] ἐνώπιον τῶν Ἀμφικτυόνων, ὁ αὐτ. 271. 23˙ ― παρόμοιοι ἄρχοντες ὑπῆρχον καὶ ἐν Σπάρτῃ, Böckh C. I. 1. σ. 610˙ καὶ ἐν Δελφοῖς, Δημ. 271. 22, πρβλ. 272. 7˙ ― [[ὡσαύτως]] συνήγοροι οὓς ἐξέλεγον αἱ φυλαὶ [[ὅπως]] συνηγορῶσιν [[ὑπὲρ]] τῶν συμφερόντων αὐτῶν, ὁ αὐτ. 689. 7˙ ― οἱ [[ὑπὲρ]] τῶν ἰδιωτῶν ἐν τοῖς δικαστηρίοις συνηγοροῦντες ἐκαλοῦντο συνήγοροι (ἴδε ἐν λ.), ἢ (ἐν περιπτώσει εἰσαγγελίας) κατήγοροι, ἴδε Herm. Pol. Antt. § 132 κἑξ. 3) [[μετὰ]] τοὺς 30 τυράννους σύνδικοι ἐκαλοῦντο δικασταὶ διοριζόμενοι [[ὅπως]] ἀποφασίζωσι περὶ φιλονικιῶν ἐγειρομένων ἐν σχέσει πρὸς τὴν δημευθεῖσαν περιουσίαν, Λυσί. 146. 12, κἑξ.˙ πρβλ. Ἁρποκρ. ἐν λ., Att. Process σ. 110. II. ὁ ἀπὸ κοινοῦ ἀνήκων εἴς τινα, χρυσέα [[φόρμιγξ]], Ἀπόλλωνος καὶ ἰοπλοκάμων σύνδικον Μοισᾶν [[κτέανον]] Πινδ. Π. Ι. 3˙ [[οὕτως]] ἐπίρρ. συνδίκως, διὰ κοινῆς ἀποφάσεως, ἀπὸ κοινοῦ, (Herm. communi justitia), Αἰσχύλ. Ἀγ. 1601.
|lstext='''σύνδῐκος''': ὁ, ἡ, ([[δίκη]]) ὁ βοηθῶν τινα ἐν δικαστηρίῳ, [[συνήγορος]], Λατ. patronus, ἀρωγούς ξυνδίκους θ’ ἥκω λαβὼν Αἰσχύλ. Ἱκ. 726· μητρὸς τάσδε σ. ὁρῶν ὁ αὐτ. ἐν Εὐμ. 761· [[τύμβος]] Ἰολάου σ. αὐτῷ Πινδ. Ο. 9. 148· ξύνδικοί τε καὶ μάρτυρες Πλάτ. Νόμ. 929Ε· τὸν νόμον σύνδικον ἔχων, ἔχων [[ὑπὲρ]] [[ἑαυτοῦ]] συνήγορον καὶ προστάτην τὸν νόμον, Ἰσοκρ. 387Α· σ. ὑπέρ τινος Δημ. 271. 22. 2) Ἐν Ἀθήναις οἱ σύνδικοι ἦσαν συνήγοροι τοῦ δημοσίου διοριζόμενοι [[ὅπως]] ἀντιπροσωπεύωσι τὴν πόλιν καὶ συνηγορῶσιν [[ὑπὲρ]] τῶν συμφερόντων καὶ τῆς ἀξιοπρεπείας αὐτῆς, Συλλ. Ἐπιγραφ. 126, κτλ.˙ ᾕρηνται δὲ τῷ νόμῳ σύνδικοι, καὶ μάλισθ’ οἱ δεινοὶ λέγειν ἄνδρες Δημ. 501. 22, πρβλ. 503. 15˙ [[μάλιστα]] [[ὅπως]] συνηγορῶσιν [[ὑπὲρ]] τῆς πόλεως ἐνώπιον ξένων δικαστηρίων, [[οἷον]] ἐνώπιον τῶν Ἀμφικτυόνων, ὁ αὐτ. 271. 23˙ ― παρόμοιοι ἄρχοντες ὑπῆρχον καὶ ἐν Σπάρτῃ, Böckh C. I. 1. σ. 610˙ καὶ ἐν Δελφοῖς, Δημ. 271. 22, πρβλ. 272. 7˙ ― [[ὡσαύτως]] συνήγοροι οὓς ἐξέλεγον αἱ φυλαὶ [[ὅπως]] συνηγορῶσιν [[ὑπὲρ]] τῶν συμφερόντων αὐτῶν, ὁ αὐτ. 689. 7˙ ― οἱ [[ὑπὲρ]] τῶν ἰδιωτῶν ἐν τοῖς δικαστηρίοις συνηγοροῦντες ἐκαλοῦντο συνήγοροι (ἴδε ἐν λ.), ἢ (ἐν περιπτώσει εἰσαγγελίας) κατήγοροι, ἴδε Herm. Pol. Antt. § 132 κἑξ. 3) [[μετὰ]] τοὺς 30 τυράννους σύνδικοι ἐκαλοῦντο δικασταὶ διοριζόμενοι [[ὅπως]] ἀποφασίζωσι περὶ φιλονικιῶν ἐγειρομένων ἐν σχέσει πρὸς τὴν δημευθεῖσαν περιουσίαν, Λυσί. 146. 12, κἑξ.˙ πρβλ. Ἁρποκρ. ἐν λ., Att. Process σ. 110. II. ὁ ἀπὸ κοινοῦ ἀνήκων εἴς τινα, χρυσέα [[φόρμιγξ]], Ἀπόλλωνος καὶ ἰοπλοκάμων σύνδικον Μοισᾶν [[κτέανον]] Πινδ. Π. Ι. 3˙ [[οὕτως]] ἐπίρρ. συνδίκως, διὰ κοινῆς ἀποφάσεως, ἀπὸ κοινοῦ, (Herm. communi justitia), Αἰσχύλ. Ἀγ. 1601.
}}
{{bailly
|btext=ος, ον :<br />qui assiste qqn en justice, <i>d’où</i><br /><b>1</b> assistant, défenseur ; τὸν νόμον σύνδικον ἔχων ISOCR ayant la loi de son côté;<br /><b>2</b> <i>particul. à Athènes</i>, membre d’une commission de cinq orateurs publics chargés de défendre la cause d’Athènes devant le conseil des Amphictions.<br />'''Étymologie:''' [[σύν]], [[δίκη]].
}}
}}