3,274,216
edits
(6_19) |
(Bailly1_4) |
||
Line 15: | Line 15: | ||
{{ls | {{ls | ||
|lstext='''σίντης''': -ου, ὁ, ([[σίνομαι]]) ποιητ. λέξ., ὁ σπαράττων, διασχίζων, [[ἁρπακτικός]], ἐπὶ τοῦ λέοντος, ὡς βραδύτερον τὸ [[σίνις]]. Ἰλ. Λ. 481, Υ. 165· ἐπὶ τοῦ λύκου, Π. 353· [[μετὰ]] θηλ. οὐσιαστ., σίνταο φάλαγγος Νικ. Θηρ. 715. 2) ὡς οὐσιαστ., = [[ἔχις]], [[αὐτόθι]] 623· ὁ διαρπάζων, [[κλέπτης]], Ὀππ. Ἁλ. 4. 602. - Καθ’ Ἡσύχ.: «σίνται· κακοῦργοι». - Ἴδε Κόντου Γλωσσ. Παρατηρ. σ. 434. | |lstext='''σίντης''': -ου, ὁ, ([[σίνομαι]]) ποιητ. λέξ., ὁ σπαράττων, διασχίζων, [[ἁρπακτικός]], ἐπὶ τοῦ λέοντος, ὡς βραδύτερον τὸ [[σίνις]]. Ἰλ. Λ. 481, Υ. 165· ἐπὶ τοῦ λύκου, Π. 353· [[μετὰ]] θηλ. οὐσιαστ., σίνταο φάλαγγος Νικ. Θηρ. 715. 2) ὡς οὐσιαστ., = [[ἔχις]], [[αὐτόθι]] 623· ὁ διαρπάζων, [[κλέπτης]], Ὀππ. Ἁλ. 4. 602. - Καθ’ Ἡσύχ.: «σίνται· κακοῦργοι». - Ἴδε Κόντου Γλωσσ. Παρατηρ. σ. 434. | ||
}} | |||
{{bailly | |||
|btext=ου (ὁ) :<br />pillard, voleur, rapace.<br />'''Étymologie:''' [[σίνω]]. | |||
}} | }} |