συμπαρακύπτω: Difference between revisions

Bailly1_5
(6_2)
(Bailly1_5)
Line 15: Line 15:
{{ls
{{ls
|lstext='''συμπαρακύπτω''': [[παρακύπτω]] συγχρόνως ἢ [[κύπτω]] πλησίον ἄλλου, Λουκ. Ἰκαρομ. 25.
|lstext='''συμπαρακύπτω''': [[παρακύπτω]] συγχρόνως ἢ [[κύπτω]] πλησίον ἄλλου, Λουκ. Ἰκαρομ. 25.
}}
{{bailly
|btext=se pencher ensemble pour regarder.<br />'''Étymologie:''' [[σύν]], [[παρακύπτω]].
}}
}}