τομαῖος: Difference between revisions

Bailly1_5
(6_4)
(Bailly1_5)
Line 15: Line 15:
{{ls
{{ls
|lstext='''τομαῖος''': -α, -ον, καὶ ος, ον, ([[τομή]])· ― κεκομμένος, ἀποκεκομμένος, ἀποκοπείς, βόστρυχος, [[χαίτη]] (πρβλ. τομὴ Ι), Αἰσχύλ. Χο. 186. Εὐρ. Ἄλκ. 102. ΙΙ. κεκομμένος εἰς τεμάχια, κατατετμημένος, [[ἄκος]] τ., κεκομμένον ἢ ἐξεσμένον καὶ ἕτοιμον πρὸς χρῆσιν, Αἰσχύλ. Χο. 539, Ἱκέτ. 268· πρβλ. τέμνειν φάρμακα, ἴδε [[τέμνω]] ΙΙ.
|lstext='''τομαῖος''': -α, -ον, καὶ ος, ον, ([[τομή]])· ― κεκομμένος, ἀποκεκομμένος, ἀποκοπείς, βόστρυχος, [[χαίτη]] (πρβλ. τομὴ Ι), Αἰσχύλ. Χο. 186. Εὐρ. Ἄλκ. 102. ΙΙ. κεκομμένος εἰς τεμάχια, κατατετμημένος, [[ἄκος]] τ., κεκομμένον ἢ ἐξεσμένον καὶ ἕτοιμον πρὸς χρῆσιν, Αἰσχύλ. Χο. 539, Ἱκέτ. 268· πρβλ. τέμνειν φάρμακα, ἴδε [[τέμνω]] ΙΙ.
}}
{{bailly
|btext=α <i>ou poét.</i> ος, ον :<br />coupé : [[ἄκος]] τομαῖον πημάτων ESCHL remède qui supprime la douleur ; <i>sel. d’autres</i> remède tout coupé, <i>càd</i> tout prêt contre la douleur.<br />'''Étymologie:''' [[τομή]].
}}
}}