τορεύω: Difference between revisions

Bailly1_5
(6_1)
(Bailly1_5)
Line 15: Line 15:
{{ls
{{ls
|lstext='''τορεύω''': ([[τόρος]]) [[κυρίως]] = [[τορέω]], διατρυπῶ, ἀνοίγω ὀπὴν διὰ μέσου τινός· μεταφορ., τόρευε πᾶσαν ᾠδήν, ᾆδε αὐτὴν διαπρυσίως, Ἀριστοφ. Θεσμ. 986, [[ἔνθα]] ὁ Bentl. προὔτεινε τὴν διόρθωσιν τορνεύειν. ΙΙ. [[ἐργάζομαι]] τὸ [[μέταλλον]] σφυρηλατῶν αὐτὸ εἰς στρογγύλας ἐξοχὰς (πρβλ. ἔκτυπον), δηλ. [[ἐργάζομαι]] [[ἔργον]] ἀνάγλυφον ἢ ἔκτυπον, ἢ κατ’ ἄλλους [[σκαλίζω]] διὰ τῆς γλυφίδος καὶ διακοιλαίνω, Λατ. caelare, μετ’ αἰτ. τῆς ὕλης, τ. [[σίδηρον]] Στράβ. 631· ἄργυρον, [[κύπελλον]] Ἀνακρεόντ. 3, κλπ. 2) μετ’ αἰτ. τοῦ ἀντικειμ., [[παριστάνω]] κατὰ τὸν τρόπον τοῦτον, πόντον [[αὐτόθι]] 59· μάχην Παυσ. 1. 28, 2· [[παιδίον]] ὁ αὐτ. 5. 17, 4· ἐρέβινθον Πλούτ. 2. 204Ε· Σάτυρον Ἀνθ. Πλαν. 248 [[γράμμα]] τορευθὲν Ἀνθ. Παλ. 7. 274· - ἴδε Λεξικ. τῶν Ἀρχαιοτ. ΙΙΙ. μεταφορ. ἐπὶ ὕφους, Διον. Ἁλ. π. Θουκ. 24. - Συχνάκις συγχέεται πρὸς τὸ [[τορνεύω]], ἴδε ἀνωτ. Ι. καὶ πρβλ. Λοβέκ. εἰς Φρύνιχ. 324, Δινδ. εἰς Ἀθην. 199Β, Meineke εἰς Μενάνδρ. Ἄδηλα 434.
|lstext='''τορεύω''': ([[τόρος]]) [[κυρίως]] = [[τορέω]], διατρυπῶ, ἀνοίγω ὀπὴν διὰ μέσου τινός· μεταφορ., τόρευε πᾶσαν ᾠδήν, ᾆδε αὐτὴν διαπρυσίως, Ἀριστοφ. Θεσμ. 986, [[ἔνθα]] ὁ Bentl. προὔτεινε τὴν διόρθωσιν τορνεύειν. ΙΙ. [[ἐργάζομαι]] τὸ [[μέταλλον]] σφυρηλατῶν αὐτὸ εἰς στρογγύλας ἐξοχὰς (πρβλ. ἔκτυπον), δηλ. [[ἐργάζομαι]] [[ἔργον]] ἀνάγλυφον ἢ ἔκτυπον, ἢ κατ’ ἄλλους [[σκαλίζω]] διὰ τῆς γλυφίδος καὶ διακοιλαίνω, Λατ. caelare, μετ’ αἰτ. τῆς ὕλης, τ. [[σίδηρον]] Στράβ. 631· ἄργυρον, [[κύπελλον]] Ἀνακρεόντ. 3, κλπ. 2) μετ’ αἰτ. τοῦ ἀντικειμ., [[παριστάνω]] κατὰ τὸν τρόπον τοῦτον, πόντον [[αὐτόθι]] 59· μάχην Παυσ. 1. 28, 2· [[παιδίον]] ὁ αὐτ. 5. 17, 4· ἐρέβινθον Πλούτ. 2. 204Ε· Σάτυρον Ἀνθ. Πλαν. 248 [[γράμμα]] τορευθὲν Ἀνθ. Παλ. 7. 274· - ἴδε Λεξικ. τῶν Ἀρχαιοτ. ΙΙΙ. μεταφορ. ἐπὶ ὕφους, Διον. Ἁλ. π. Θουκ. 24. - Συχνάκις συγχέεται πρὸς τὸ [[τορνεύω]], ἴδε ἀνωτ. Ι. καὶ πρβλ. Λοβέκ. εἰς Φρύνιχ. 324, Δινδ. εἰς Ἀθην. 199Β, Meineke εἰς Μενάνδρ. Ἄδηλα 434.
}}
{{bailly
|btext=travailler au ciseau <i>ou</i> au burin ; ciseler, graver en creux <i>ou</i> en relief, acc..<br />'''Étymologie:''' [[τορός]].
}}
}}