3,277,020
edits
(6_17) |
(Bailly1_5) |
||
Line 15: | Line 15: | ||
{{ls | {{ls | ||
|lstext='''φῐλοδέσποτος''': -ον, ὁ ἀγαπῶν τὸν δεσπότην του, τὸν κύριόν του, ἀνδράποδα φ., δοῦλοι ἀρεσκόμενοι εἰς τὴν δουλείαν, ἀγαπῶντες τοὺς κυρίους των καὶ ἀφωσιωμένοι εἰς αὐτούς, Ἡρόδ. 4. 142· φ. φύσει Διόδ. 17. 66, [[Πολυδ]]. Γ΄, 74· [[δῆμος]] φ. Θέογν. 847 (πρβλ. [[φιλόδουλος]])· ἐπὶ κυνῶν, Πλούτ. 2. 491C· τὸ φιλοδέσποτον Λουκ. Δραπ. 16. | |lstext='''φῐλοδέσποτος''': -ον, ὁ ἀγαπῶν τὸν δεσπότην του, τὸν κύριόν του, ἀνδράποδα φ., δοῦλοι ἀρεσκόμενοι εἰς τὴν δουλείαν, ἀγαπῶντες τοὺς κυρίους των καὶ ἀφωσιωμένοι εἰς αὐτούς, Ἡρόδ. 4. 142· φ. φύσει Διόδ. 17. 66, [[Πολυδ]]. Γ΄, 74· [[δῆμος]] φ. Θέογν. 847 (πρβλ. [[φιλόδουλος]])· ἐπὶ κυνῶν, Πλούτ. 2. 491C· τὸ φιλοδέσποτον Λουκ. Δραπ. 16. | ||
}} | |||
{{bailly | |||
|btext=ος, ον :<br />qui aime son maître ; τὸ φιλοδέσποτον l’amour pour un maître.<br />'''Étymologie:''' [[φίλος]], [[δεσπότης]]. | |||
}} | }} |