τίθημι: Difference between revisions

13,133 bytes added ,  9 August 2017
Bailly1_5
(6_3)
(Bailly1_5)
Line 15: Line 15:
{{ls
{{ls
|lstext='''τίθημι''': [ῐ], τίθης Σοφ. Φιλ. 992, Πλάτ., παρ’ Ὁμ. ἀείποτε τίθησθαι: τίθησι Ὅμ. καὶ Ἀττ., Δωρ. τίθητι Θεόκρ. 3. 48, γ΄ πληθ. τιθέασι Θουκ. 5. 96, Ἄλεξ. ἐν «Λέβητι» 1. 5, Ἰωνικ. τιθεῖσι Ἰλ. Π. 262, Ἡρόδ.· [[ὡσαύτως]] β΄ ἐνικ. τιθεῖς (ὡς εἰ ἐκ ῥήμ. τιθέω, τιθῶ, [[ὅπερ]] ἀπαντᾷ παρὰ Λουκ. ἐν Ὠκύπ. 43. 81, ἴδε Cobet. Var lect σ. 221 καὶ Misc. Crit σ. 166, καὶ Kühner-Blass Ausführ Grammatik, τόμ. Α΄, [[μέρος]] Β΄, σ. 193), Πινδ. Π. 8, 14, γ΄ ἑνικ. τιθεῖ Ἰλ. Ν. 731, Μίμνερμ. 1. 6., 5. 7, Ἡρόδ. 1. 113, ἀλλ’ οἱ τύποι οὗτοι τοῦ ἐνεστ. δὲν [[εἶναι]] Ἀττ., Πόρσ. εἰς Εὐρ. Ὀρέστ. 141.· - παρατ. ἐτίθην Πλάτ. Γοργ. 5 0Β, ἐτίθης παρὰ τῷ αὐτῷ Πολ. 528D, ἐτίθη Ὅμ., Ἐπικ. τίθη Ἰλ. Α. 446, κλπ., ἀλλὰ παρ’ Ἀττικ. τὸ β΄ καὶ γ΄ πρόσ. [[εἶναι]] σχεδὸν ἀείποτε ἐτίθεις, ἐτίθει Ἀριστοφ. Νεφ. 59, 64, Ἀχ. 532, Πλάτ., καὶ οἱ τύποι οὗτοι ὑπάρχουσιν ἐν πολλαῖς ἐκδόσεσι τοῦ Ὁμ., (ἴδε Λογ. Ἑρμ. τόμ. Α΄, 336 καὶ Cobet Misc. Crit. 281), Ἐπικ. γ΄ πληθ. τίθεσαν Ὀδ. Χ. 456· τίθεν Πινδ. Π. 3. 15 (πρότιθεν, Ὀδ. Α. 112. Λόγ. Ἑρμ. Α΄, σ. 324)· μεταγεν. ἐτίθουν, Καιν. Διαθ. Ἰωνικ. παρατατ. τίθεσκον Ἡσ. Ἀποσπ. 96, ἐτίθεα (ὑπερ-) Ἡρόδ. 3. 155· - προστ. τίθει Ἰλ. Α. 509, Ἀττ.: - ἀπαρ. τιθέναι· παρ’ Ἐπικ. [[ὡσαύτως]] τιθήμεναι, Ἰλ. Ψ. 83, τιθέμεν Ἡσ. Ἔργ. κ. Ἡμ. 742, Πίνδ.· - μέλλ. θήσω, Ἐπικ. ἀπαρ. θησέμεναι Ἰλ. Μ. 35, θησέμεν Πίνδ.: - ἀόρ. α΄ ἔθηκα, ἐν χρήσει μόνον ἐν τῇ ὁριστ., καὶ κατὰ τὸ πλεῖστον ἐν τῷ ἑνικῷ, [[διότι]] ἂν καὶ τὸ γ΄ πληθ. [[εἶναι]] σύνηθες, τὸ α΄ [[ὅμως]] καὶ β΄ πληθ. [[εἶναι]] σπάνια, Ξενοφ. Ἀπομν. 4. 2, 15, Αἰσχίν. 5. 23· Ἐπικ. γ΄ πληθ. θῆκαν Ἰλ. Ω. 795, κλπ.· ὁ ὁμαλὸς ἀόριστ. α΄ ἔθησα [[εἶναι]] [[λίαν]] μεταγεν., Μαλαλ. 247. 3, κλπ., καὶ μετοχ. τιθήσας ἐν Χρησμ. Σιβ. 4. 122.· - ἀόρ. β΄ ἔθην δὲν [[εἶναι]] ἐν χρήσει ἐν τῷ ἑνικ. τῆς ὁριστ., ἐν ᾧ ὁ πληθ. [[εἶναι]] συνηθέστερος, ἔθεμεν, ἔθετε, ἔθεσαν, Ἐπικ. θέσαν, Ἰλ. Μ. 29, κλπ.· προστ. θές, Ἀριστοφάν. Λυσ. 185, κλπ.· Λακων. γ΄ ἑνικ. [[σέτω]] [[αὐτόθι]] 1081· ὑποτ. θῶ, Ἰωνικ. θέω (προσ-), Ἡρόδ. 1. 108, Ἐπικ. [[θείω]], Ἰλ. Π. 83· Ἐπικ. β΄ καὶ γ΄ ἑνικ. θείῃς, θείῃ (ἄλλ. [[θήῃς]], θήῃ) Ἰλ. Π. 96, Ὀδ. Κ. 301, 341, Ἐπικ. α΄ πληθ. θέωμεν (δισύλλ.) Ὀδ. Ω. 485, [[θείομεν]] ἀντὶ θείωμεν, Ἰλ. Ψ. 244, Ὀδ. Ν. 364· εὐκτ. θείην, α΄ πληθ. θείημεν Πλάτ., κλπ.· [[θεῖμεν]] Ὀδ. Μ. 347, προσ-[[θεῖμεν]] Πλάτ. Πολ. 370D, καὶ καταθεῖτε (ἢ -θοῖτε) Δημ. 185. 26· γ΄ πληθ. θεῖεν Σοφ. Ο. Κ. 865 ἀπαρ. [[θεῖναι]], Ἐπικ. θέμεναι Ἰλ. Β. 285, [[θέμεν]] Ὀδ. Φ. 3. Ἡσ. Ἔργ. κ. Ἡμ. 61. 67· μετοχ. θείς· πρκμ. τέθεικα Εὐρ. Ἠλ. 7, Ξεν. Ἀπομν. 4. 4, 19 (τέθηκα ἐν ἐπιγραφ.). - Μέσ. τίθεμαι, β΄ ἑν. τίθεσαι Πλάτ. Θεαίτ. 202C· προστ. τίθεσο Ἀριστοφ. Εἰρ. 1039, Πλάτ. Σοφιστ. 237Β, τίθου Αἰσχύλ. Εὐμ. 226, Ἐπικ. τίθεσσο Ἀνθ. Παλ. 9. 564, Ἐπικ. μετοχ. τιθήμενος Ἰλ. Κ. 34. - Μέλλ. θήσομαι [[αὐτόθι]] Ω. 402, Ἀττ.: - ἀόρ. α΄ ἐθηκάμην, ἐν χρήσει μόνον ἐν τῇ ὁριστ. καὶ τῇ μετοχ., καὶ [[οὐδέποτε]] παρὰ τοῖς Ἀττικ.· β΄ ἑνικ. ἐθήκαο Θεόκρ. 29. 18· Ἐπικ. β΄ ἑνικ. θήκατο Ἰλ. Κ. 31, Ἡσ.· μετοχ. θηκάμενος Θέογν. 1150, Πίνδ.· - ἀόρ. β΄ ἐθέμην, Ὅμ., Ἀττ.· προστ. θέο Ὀδ. Κ. 333, θοῦ Σοφ. Ο. Κ. 466 (ἐν συνθ. ἐνθοῦ, εἰσθοῦ· ἀλλὰ κατάθου, ἀπόθου)· ὑποτακτ. [[θῶμαι]] Ἀττ.· εὐκτ. θείμην Ἀττ., Ἐπικ. γ΄ ἑνικ. θεῖτο Ὀδ. Ρ. 225, Αἰσχύλ. Πρ. 527, Πλάτ., κλπ. (προσ-[[θοῖτο]], -θοῖσθε, ἐν-[[θοῖτο]], ἔχουσιν οἱ πλεῖστοι τῶν ἐκδοτῶν ἐν Δημ. 68. 26., 575, 19., 912. 23). - Παθ. τίθεμαι· μέλλ. τεθήσομαι Εὐρ. Ἠλέκ. 1268, Θουκ., Πλάτ.· - ἀόρ. ἐτέθην Εὐρ. Ἡρ. Μαιν. 1245, Θουκ., Πλάτ.: - πρκμ. τέθειμαι, ἀπαρ. τεθεῖσθαι Ἀριστ. Ἀποσπάσ. 304, μετοχ. τεθειμένος, Δημάδ. 180. 4, (προ-) Ξενοφ. Ἱέρ. 9. 11, (δια-) Μένανδρ. ἐν Ἀδήλ. 65· ([[ὡσαύτως]] ἐν χρήσει ἐπὶ [[μέσης]] σημ., Δημ. 530. 11, Λουκ. Ἐνύπν. 9, (ἐν-) Δημ. 912. 8) - Τὸ παθ. [[οὐδαμοῦ]] ἀπαντᾷ παρ’ Ὁμ. καὶ [[εἶναι]] [[καθόλου]] σπάνιον, ἀντ’ [[αὐτοῦ]] δὲ [[εἶναι]] ἐν χρήσει τὸ [[κεῖμαι]] (ἴδε Cobet Var. let. 331 καὶ 527, ἔκδ. Β΄). (Ἐκ τῆς √ΘΕ, ἥτις ἀπαντᾷ ἐν τῷ τύπῳ προθέουσι, Ἰλ. Α. 291· [[ἐντεῦθεν]], θέσις, θέμις, θεσμός, ([[τεθμός]]), θέμα, θεμέλιον, θήκη, ὑπο-[[θήκη]], κτλ., θῆμα, [[θέτης]], νομο-[[θέτης]] κτλ., πρβλ. θής. Σανσκρ. dhâ, da-dhâ-mi ([[τίθημι]]), dha-tri (δημιουργός), Ἀρχ. Γερμ. tôm, tât (thue, ποιεῖν, that, [[πρᾶξις]]), duom, (Ἀγγλ. doom, deem). Ριζικὴ [[σημασία]]· θέτω, τοποθετῶ· ἀκολούθως [[καθόλου]], [[φέρω]] τι εἴς τινα θέσιν, εἴς τινα τόπον· [[ὅθεν]] [[φέρω]] τι εἴς τινα κατάστασιν, προξενῶ. Τὸ [[μέσον]] παρ’ Ὁμ. διαφέρει τοῦ ἐνεργ. ἐν τούτῳ ὅτι ἡ [[ἐνέργεια]] ἀντανακλᾶται εἰς τὸ ὑποκείμενον ἢ ἀναφέρεται εἰς τὸν σκοπὸν τοῦ ἐνεργοῦντος ἢ εἰς τὰ συμφέροντα [[αὐτοῦ]]· ἀλλὰ παρ’ Ἀττ. ὡς τὸ ποιεῖσθαι ἀναφέρεται εἰς διανοητικὴν ἐνέργειαν. Α. ἐπὶ τοπικῆς σημασ., θέτω, βάλλω, τοποθετῶ, λίθον... θέσαν Ἰλ. Φ. 405· [[θεμείλια]] Μ. 29· τέρματα τ., θέτω ὅρια, Ψ. 333, Ὀδ. Θ. 193· κλισίην, [[θρόνον]] τι τινί, θέτω ἀνάκλιντρον ἢ [[κάθισμα]] διά τινα, Δ. 123., Θ. 65· τὸ δὲ Μέσον σημαίνει, θέτω [[κάθισμα]] δι’ ἐμαυτόν, ἡ δὲ κατ’ ἄντηστιν θεμένη περικαλλέα δίφρον... ἑκάστου μῦθον ἄκουε Υ. 387· - παρ’ Ἀττικ., [[πόδα]] τ., θέτω ἢ [[στηρίζω]] τὸν [[πόδα]] μου, δηλ. περιπατῶ, [[τρέχω]], Αἰσχύλ. Εὐμ. 294, Εὐριπ. Ι. Τ. 32· [[τετράποδος]] βάσιν θηρὸς τίθεσθαι, δηλ. βαδίζειν «μὲ τὰ τέσσαρα», ὁ αὐτ. ἐν Ἑκ. 1059· - ὁ [[τόπος]] ἢ τὸ [[μέρος]] δηλοῦται δι’ ἐπιρρ. ἢ ἐμπροθέτων προσδιορισμῶν. α) δι’ ἐπιρρημάτων, τ. τι πυρὸς ἐγγύς, [[ἀπάνευθε]] πυρὸς Ὀδ. Ξ. 518, Ἰλ. Σ. 412· [[προπάροιθε]] ποδῶν Υ. 324· [[χαμαὶ]] τ. τὸν [[πόδα]] Αἰσχύλ. Ἀγ. 906· τὰ ἄνω [[κάτω]] καὶ τὰ [[κάτω]] ἄνω τ., Ἡρόδ. 3. 3, πρβλ. Αἰσχύλ. Εὐμ. 650, κλπ.· μετ’ ἐπιρρ. δηλούντων κίνησιν, [[ἄλλοσε]] [[θεῖναι]] Ὀδ. Ψ. 184, 204· ποῖ θετέον; Ξεν. Ἀπομν. 4. 2, 17, πρβλ. Πλάτ. Πολ. 479C, κλπ. β) [[μετὰ]] πάσης προθέσεως δηλούσης σχέσιν τοπικήν, τ. [[ἀμφί]] τινι, [[οἷον]] ἀμφ’ ὤμοισι [[ἔντεα]] Ἰλ. Κ 34· στέφανον ἀμφὶ βοστρύχοις Εὐρ. Μήδ. 1160· ἀνά τινι ἢ τι, ὡς ἂμ βωμοῖσι Ἰλ. Θ. 441· ἀνὰ μυρίκην Κ. 466· ἐπί τινος, τινι ἤ τι, ὡς εἵματα ἐπ’ ἀπήνης Ὀδ. Ζ. 252· πρβλ. Ἰλ. Π. 223, κλπ.· κυνέην ἐπὶ κρατὶ Ο. 480· ἐπὶ γούνασί τινος Ζ. 92, κλπ.· ἐπὶ [[θρόνον]] τὰ ἱμάτια Ἡρόδ. 1. 9, πρβλ. Αἰσχύλ. Ἱκέτ. 483, κλπ.· ὑπό τινι ἤ τι, [[οἷον]] δέμνι’ ὑπ’ αἰθούσῃ Ἰλ. Ω. 644· ἀμβροσίην ὑπὸ ῥῖνά τινι Ὀδ. Δ. 445· ἀλλὰ συνηθέστατα [[μετὰ]] τῶν προθ. ἐν ἢ εἰς, θέτω εἰς ἢ θέτω [[ἐντός]]..., [[οἷον]], θῆκεν ἐν ἀκμοθέτῳ ἄκμονα Ἰλ. Σ. 476· τόξα ἐν πυρὶ Ε. 215· ἐν κίστῃ ἐδωδὴν Ὀδ. Ζ. 76· ἐν λεχέεσσι θ. τινα Ἰλ. Σ. 352· ἢ ἐς δίφρον θέσθαι τινά, θέτω ἐντὸς τοῦ δίφρου, Γ. 310· ἐς λάρνακα, ἐς [[κάπετον]] Ω. 795, 797· ἐς ταφὰς ἢ ἐν τάφοισι Σοφ. Αἴ. 1110. 1410· πρβλ. Ἀντ. 504, Τραχ. 1254. γ) παρὰ ποιηταῖς [[ὡσαύτως]] [[μετὰ]] μόνης δοτ., κολεῷ ἄορ. θέο Ὀδ. Κ. 333· χρήματα μυχῷ ἄντρου Ν. 364· πρβλ. Σοφ. Τρ. 691, Εὐρ. Ἑλ. 1064. - Αἱ αὐταὶ συντάξεις θὰ εὑρεθῶσιν ὑπὸ πολλὰς τῶν ἑπομένων διαιρέσεων. ΙΙ. ἰδιαίτεραι φράσεις: 1) θεῖναί τινί τι ἐν χερσίν, βάλλειν τι εἰς τὰς χεῖράς τινος, Ἰλ. Α. 441, 565· κλπ.· ἐν χερσί τινος Ζ. 482, Ψ. 597· [[οἶνον]] ἐν χείρεσσι Ὀδ. Ξ. 448· ἐς χεῖρά τινος, εἰς τὴν χεῖρά τινος. Σοφ. Αἴ. 751. 2) ἐπὶ γυναικῶν, παῖδα ὑπὸ ζώνην ἐθέμην, [[ἔσχον]] ἐν γαστρί, Ὕμν. Ὅμ. εἰς Ἀφρ. 256· ἥτις σοι φίλον υἱὸν ζώνῃ θέτο [[μήτηρ]], τίς ἦν ἡ [[μήτηρ]] ἡ σχοῦσά σε ἐν γαστρί, [[αὐτόθι]] 283. 3) ἐν ὄμμασι θέσθαι, δηλ. πρὸ τῶν ὀφθαλμῶν, Πινδ. Ν. 8. 73. 4) βάλλω φυτὸν εἰς γῆν, [[φυτεύω]], [[ὁπηνίκα]] δεῖ τιθέναι τὰ φυτὰ Ξεν. Οἰκ. 19, 7 καὶ 9. 5) θέσθαι τὴν ψῆφον, ῥίπτειν, βάλλειν αὐτὴν εἰς τὴν κάλπην, ἐς [[τεῦχος]] οὐ διχορρόπως ψήφους ἔθεντο Αἰσχύλ. Ἀγ. 816, ἴδε ἐν λ. [[ψῆφος]]· - [[ἐντεῦθεν]] καὶ [[ἁπλῶς]] ψηφοφορῶ, δίδω τὴν ψῆφόν μου, ἐπὶ φόνῳ, διὰ φόνον, Εὐρ. Ὀρ. 756· ἑωυτῷ, [[ὑπὲρ]] [[ἑαυτοῦ]], Ἡρόδ. 8. 123· σὺν τῷ νόμῳ Ξεν. Κύρ. 1. 3, 17· εὔφρονα, δικαίαν τὴν ψῆφον τ. Αἰσχύλ. Ἱκέτ. 640, Λυκοῦργ., κλπ., καὶ ἐν τῷ παθ., φανερὰ τίθεται ἡ [[ψῆφος]] Πλάτ. Νόμ. 855D· - [[ὡσαύτως]], τίθεμαι τὴν γνώμην, δίδω τὴν γνώμην μου, Ἡρόδ. 7. 82· [[περί]] τινος Ἀνδοκ. 26. 9· καὶ ἀπολ. τίθεσθαι, = ψηφίζεσθαι, γνώμῃ [[ταύτῃ]], [[ὑπὲρ]] ταύτης τῆς γνώμης, Σοφ. Φιλ. 1448· μετά τινος, Αἰσχύλ. Ἱκέτ. 644· ἐναντία τινὶ Πλάτ. Φίληβ. 58Β. 6) παρ’ Ὁμ. θεῖναί τινί τι ἐν φρεσί, ἐν στήθεσσι, [[θεῖναι]], ἐμφυτεῦσαί τι ἐν τῇ καρδίᾳ τινός, ὡς τὸ Ἀττ. [[νουθετέω]]· ἐν στήθεσσι τιθεῖ νόον Ἰλ. Ν. 732· βουλὴν ἐν στήθεσσι τ. Ρ. 470· [[ἔπος]] ἐν φρεσὶ Τ. 121· κλπ.· [[ὡσαύτως]], [[μένος]] δέ οἱ ἐν φρεσὶ θῆκεν Φ. 145· καὶ ἐν τῷ μέσῳ τύπῳ, ἄγριον ἐν στήθεσσι θέτο μεγαλήτορα θυμὸν Ι. 629· [[οὕτως]], αἰδῶ καὶ νέμεσιν ἐν φρεσὶ θέσθαι Ν. 121· θέσθαι τινὶ κότον, τρέφειν [[μῖσος]] [[ἐναντίον]] τινός, Θ. 449· θέσθαι νόον καθαρὸν Θέογν. 89· τιθέμενος ἄγναμπτον νόον Αἰσχύλ. Πρ. 163· ἐν φρεσὶ τίθεμαι, μετ’ ἀπαρ., βάλλω εἰς τὸν νοῦν μου, [[σκέπτομαι]] νὰ πράξω τι, Ὀδ. Δ. 729· (πρβλ. βάλλω ΙΙ. 6. 7) καταθέτω, ὡς εἰς τὴν τράπεζαν, χρήματα θέσθαι [[παρά]] τινα Ἡρόδ. 6. 86, πρβλ. Ὀδ. Ν. 207· τὰ [[ὄντα]] τίθεσαθαι ἀσφαλέστατα (ἐπίρρ.) Ξεν. Ἀπομν. 3. 8, 10· οὕτω καὶ ἐν τῷ ἐνεργ., ὁ αὐτ. ἐν Ἀγησ. 11. 12· [[ἐνέχυρον]] θεῖναί τι Ἀριστοφ. Πλ. 451· πρβλ. Ἐκκλ. 755, Δημ. 1381. 8, κλπ.· - [[ὡσαύτως]], ἐγγύην θέσθαι Αἰσχύλ. Εὐμ. 899· συνθήκας [[παρά]] τινι Λυκοῦργ. 150. 42. - Παθητ., τὰ ληφθέντα καὶ τὰ τεθέντα Δημ. 186. 10· - ἀλλ’ [[ἐνίοτε]] διαστέλλονται ἐνεργ. καὶ [[μέσον]] ἀπ’ [[ἀλλήλων]], ὁ θείς, ὁ ὑποθηκεύσας, δηλ. παρασχὼν ὑποθήκην, ὁ θέμενος, ὁ λαβὼν τὴν ὑποθήκην, ὁ ἐπὶ ὑποθήκῃ [[δανειστής]], τοὺς θέντας ἡμᾶς ἢ καὶ τοὺς θεμένους ὑμᾶς Πλάτ. Νόμ. 820Ε· πρβλ. [[ὑποτίθημι]] ΙΙΙ· μεταφορ., [[χάριν]] ἢ χάριτα θέσθαι τινί, ποιῶ τι εἴς τινα [[ὅπως]] μοὶ ὀφείλῃ [[χάριν]], ὑποχρεώνω τινά, Ἡρόδ. 9. 60, 107, Αἰσχύλ. Πρ. 783, κλπ. 8) πληρώνω, [[καταβάλλω]], τόκον, εἰσφοράς, [[μετοίκιον]], κτλ., Δημ. 1330. 23., 606. 17., 845. 20, κλπ. 9) [[καταγράφω]], σημειώνω, θὲς ἐν φρενῶν δέλτοισι τοὺς ἐμοὺς λόγους Σοφ. Ἀποσπ. 535· τὰ ἐν γράμμασι τεθέντα Πλάτ. Νόμ. 793Β· - βάλλω εἰς τὸν λογαριασμόν, ὑπολογίζω, [[λογαριάζω]], in rationes referre, Δημ. 824. 10., 825. 2., 839. 24· θήσω εἰς δύο παῖδας χιλίας δραχμὰς ἑκάστου ἐνιαυτοῦ Λυσί. 910. 1· τὸ μὲν ἥμισυ τίθησιν αὐτοῖς λελογίσθαι ὁ αὐτ. 905. 11. 10) ἐν τῇ στρατιωτικῇ γλώσσῃ, τίθεσθαι τὰ ὅπλα, ἔχει [[τρεῖς]] σημασίας: α) στήνω τὰ ὅπλα, τὰ θέτω ἐν τάξει ὡς ἐν στρατοπέδῳ, ἀγραυλῶ, νυκτοφυλακῶ, [[μάλιστα]] κατέναντι πολεμίων, Θουκ. 4. 44., 7. 3· - [[ἐντεῦθεν]], [[λαμβάνω]] θέσιν τινά, παρατάττομαι ὡς εἰς μάχην, Ἡρόδ. 9. 52, Θουκ. 2. 2, Πλάτ. Πολ. 440Ε, Λυσί. 188. 10, Ξενοφ. Ἀνάβ. 1. 5, 17., 6. 4, κλπ.· οὕτω, ὁπόσοι περ ἂν ὅπλα ἱππικὰ ἢ πεζικὰ τιθῶνται, ὅσοι ἂν ὑπηρετῶσιν εἰς τὸ ἱππικὸν ἢ τὸ πεζικόν, Πλάτ. Νόμ. 753Β· [[ἀντία]] τινός, [[ἐναντίον]] τινός, Ἡρόδ. 5. 74. (ἀλλ’ ἐν 1. 62· [[ἀντία]] τοῦ ναοῦ, φαίνεται ὅτι σημαίνει [[ἁπλῶς]], κατέναντι τοῦ ναοῦ, πρβλ. Πόππ. Πίνακ. εἰς Ξεν. Ἀν.)· ποιητ., πάτρας [[ἕνεκα]] εἰς δῆριν ἔθεντο ὅπλα, ἐπίγραμμ. παρὰ Δημ. 322. 6. β) βάλλω [[κάτω]] τὰ ὅπλα μου, παραδίδομαι, Διόδ. 20. 31, 45, Πλούτ. 2. 759Α· οὕτω, θέσθαι τὰς ἀσπίδας Ξεν. Ἑλλ. 2. 4, 12· πόλεμον θέσθαι, καταλῦσαι, καταπαῦσαι, Θουκ. 1. 82· πόλεμον θ. ᾗ βούλονται [[αὐτόθι]] 31· [[νεῖκος]] εὖ θέσθαι Σοφ. Ο. Τ. 633· καί, [[καλῶς]] θ. τὰς διαφορὰς [[πρός]] τινα Ἀνδοκ. 18. 21. γ) εὖ θέσθαι ὅπλα, [[ἁπλῶς]] τηρῆσαι αὐτὰ ἐν καλῇ τάξει, Ξεν. Κύρ. 4. 5, 3· ὡς τὸ εὖ ἀσπίδα θέσθω, Ἰλ. Β. 382. 11) θέτω εἰς τάφον, [[θάπτω]], ἐμὰ σῶν [[ἀπάνευθε]] τιθήμεναι ὀστέα Ἰλ. Ψ. 83 ([[συχν]]. [[μετὰ]] προσδιορισμῶν, ἐν τάφοισι, ἐς ταφάς, ἴδε ἀνωτ. 1. β)· ποῦ σφε θήσομεν χθονός; Αἰσχύλ. Θήβ. 1002· - Παθητ., τὰ ὀστᾶ... φασί... τεθῆναι ἐν τῇ Ἀττικῇ Θουκ. 1. 138· πρβλ. Πλάτ. Μενέξ. 242C, Νόμ. 947Ε. 12) τιθέναι τὰ γόνατα, κλίνειν τὰ γόν., Εὐαγγ. κ. Μάρκ. ιε΄, 19, κ. Λουκ. κβ΄, 41, κ. ἀλλ. ΙΙΙ. θέτω, [[ὁρίζω]] [[βραβεῖον]], ἐπὶ ἄθλων ἐν τοῖς ἀγῶσι, Λατ. proponere, ἄεθλα Ἰλ. Ψ. 263, κλπ.· [[ἀέθλιον]] [[αὐτόθι]] 748· νικητήρια Σοφ. Ἀποσπ. 482· καὶ ἐν τῷ παθ., τὰ τιθέμενα, τὰ βραβεῖα, Δημ. 1408. 27· καὶ [[μετὰ]] τοῦ ὡς βραβείου προτεινομένου πράγματος, τ. [[δέπας]], βοῦν, [[ἡμιτάλαντον]] χρυσοῦ Ἰλ. Ψ. 656, 750, 826, κλπ., πρβλ. Ἡρόδ. 1. 144, Σοφ. Αἴ. 572· - τοῦτο πληρέστερον ἐκφέρεται. β) διὰ τοῦ [[θεῖναι]] ἐς [[μέσον]] Ἰλ. Ψ. 704· μεθ’ Ὅμηρον, ἐπὶ πολιτικῶν ἐνεργειῶν, Λατ. in medio ponere, [[προβάλλω]] εἰς τὸν λαόν, εἰς τὴν κρίσιν [[αὐτοῦ]], ἐνώπιον [[αὐτοῦ]], ὑμῖν ἐς [[μέσον]] ἀρχὴν τιθείς, θέτων αὐτὴν εἰς τὴν διάθεσιν ὑμῶν, Ἡρόδ. 3. 142· εἰς τὸ μ. θεῖναί τι Πλάτ. Τίμ. 34Β, Νόμ. 719Α· οὕτω καί, τ. τι εἰς τὸ κοινὸν Ξενοφ. Ἀπομν. 3. 14, 1· - [[ἀλλά]], ἐν μέσῳ τίθημί τι, [[παρεμβάλλω]] ὡς παρένθεσιν, Αἰσχύλ. Χο. 145. 2) στήνω, [[ἱδρύω]] ἐν ναῷ, ὡς τὸ [[ἀνατίθημι]], ἀφιερῶ, καθιερῶ ἀγάλματα, Ὀδ. Μ. 347, πρβλ. Ἰλ. Ζ. 92· τάσδε... θεοῖς ἀσπίδας ἔθηκε Εὐρ. Φοίν. 577. IV. [[παρέχω]], δίδω, τιμήν τινι Ἰλ. Ω. 57· [[ὄνομα]] θεῖναί τινι, δίδω [[ὄνομα]] εἴς τινα, αὐτὸς νῦν [[ὄνομα]] εὕρεο [[ὅττι]] κε θεῖο παιδὸς παιδὶ φίλῳ Ὀδ. Τ. 403· ἀλλὰ κατὰ τὸ πλεῖστον ἐν τῷ μέσῳ τύπῳ, [[ὄνομα]] θέσθαι, οὐχὶ ἀντανακλαστικῶς, δίδω εἰς ἐμαυτὸν [[ὄνομα]], [[λαμβάνω]] ὄνομά τι, ἀλλὰ περιποιητικῶς, δίδω εἰς [[παιδίον]] τὸ ἴδιόν μου [[ὄνομα]] ἢ [[τοὐλάχιστον]] [[ὄνομα]] κατ’ ἐμὴν ἔγκρισιν, Ἀρναῖος δ’ [[ὄνομα]] [[ἔσκε]]· τὸ γὰρ θέτο [[πότνια]] [[μήτηρ]] ἐκ γενετῆς Ὀδ. Σ. 5· τίθεσθ’ [[ὄνομα]] [[ὅττι]] κεν εἴπω Τ. 406, Ἡρόδ. 1. 107, 113, Εὐριπ. Φοίν. 12· ― ἐλλειπτ., [[ἄνευ]] τοῦ [[ὄνομα]]· ᾦ δὴ ἀθροίσματι ἄνθρωπόν τε τίθενται καὶ λίθον Πλάτ. Θεαίτ. 157Β, πρβλ. Κρατ. 402Β· πλεοναστ., Ἴωνα δ’ αὐτὸν [[ὄνομα]] κεκλῆσθαι θήσεται Εὐρ. Ἴων. 75. V. [[τίθημι]] νόμον, θέτω ἢ δίδω νόμον, νομοθετῶ, ἐπὶ ὑπερτάτου νομοθέτου, Σοφ. Ἠλ. 580, Εὐρ. Ἄλκ. 57, Πλάτ. Πολ. 339C, Δημ. 731. 21, κλπ. ― Πολλάκις λέγεται ὁ τιθεὶς ἢ ὁ θεὶς τὸν νόμον· τὸ δὲ [[μέσον]], τίθεμαι νόμον, σημαίνει [[τίθημι]] ἐμαυτῷ, [[ἤτοι]] θέτω δι’ ἐμαυτὸν νόμον (νοεῖται δὲ [[πολλάκις]] τὸ δι’ ἄλλου), ψηφίζομαι νόμον, [[μάλιστα]] ἐπὶ τῶν ἐν δημοκρατίαις νομοθεσιῶν, Ἀριστ. Πολιτ. 4. 1, 5, ἔκδ. Κοραῆ, κλπ.· ― ὁ Σωκρ. ἐν Ξεν. Ἀπομν. 4. 4. 19 λέγει, ἔχοις ἂν οὖν εἰπεῖν ὅτι οἱ ἄνθρωποι τοὺς νόμους ἔθεντο; ― τίνας οὖν νομίζεις τεθεικέναι τούτους; Ἐγὼ μὲν θεοὺς [[οἶμαι]] τοὺς νόμους τούτους τοῖς ἀνθρώποις [[θεῖναι]]· ὁ δὲ Δημοσθένης ἐν Ὀλυνθ. τρίτῳ 10· νομοθέτας καθίσατε, ἐν δὲ τούτοις τοῖς νομοθέταις μὴ θῆσθε νόμον μηδένα, (ἴδε Βασιάδην Δημ. Φιλιππ. σελ. 330 καὶ Cobet Var. lect. 613, καὶ Ἀσώπιον Συντ. Περ. Β΄, σ. 311. § 61, ἔκδ. Β΄)· περὶ δὲ τοῦ παρ’ Ἡροδότ. 1. 29· τῶν νόμων ὧν ἔθετο (ὁ Σόλων) καί, νόμοις τοὺς ἄν σφι Σόλων θῆται, ἴδε Ἀσώπ. ὡς ἀνωτέρω σελ. 318, § 82· τὸ [[μέσον]] δύναται νὰ λεχθῇ καὶ ἐπὶ δεσπότου ἐὰν ἐνυπάρχῃ ἀναφορὰ εἰς τὸ συμφέρον [[αὐτοῦ]] ὡς ἐν τῷ χωρίῳ τοῦ Πλάτ. Πολ. 338Ε· τίθεται δέ γε τοὺς νόμους ἑκάστη ἡ ἀρχὴ πρὸς τὸ αὑτῇ ξυμφέρον, [[δημοκρατία]] μὲν δημοκρατικούς, τυραννὶς δὲ τυραννικούς. ― Ἴδε Jebb Σοφ. Ἀντ. σ. 10 ἐν σημ. ― Καὶ ἐν παθ. σημ., τίθεται [[νόμος]] Πλάτ. Νόμ. 705D, 744Α· ― λέγεται [[προσέτι]] καί, [[θεῖναι]] θεσμόν, θεσμόν... θήσω (ὁμιλεῖ ἡ [[Ἀθηνᾶ]]) Αἰσχυλ. Εὐμ. 484· [[κήρυγμα]], τιμωρίας, κτλ., Σοφ. Ἀντ. 8, Πλάτ., κλπ.· σκῆψιν [[θεῖναι]] [[προφασίζομαι]] Σοφ. Ἠλ. 548· τίθεμαι ἡμέραν, συμφωνῶ [[περί]] τινος ἡμέρας, [[ὁρίζω]] ἀπὸ κοινοῦ ἡμέραν, Δημ. 1039. 6. VI. [[ὁρίζω]], [[καθίστημι]], [[ἱδρύω]], ἀγῶνα, Αἰσχύλ. Ἀγ. 845, Ξεν. Ἀν. 2. 1, 10· πεντετηρίδα Πινδ. Ο. 3. 38. VII. [[διορίζω]], [[τάττω]], διατάττω, μετ’ αἰτ. καὶ ἀπαρ., Ξενοφ. Λακων. 15, 2· πρβλ. 1. 5., 2. 11· γυναιξὶ σωφρονεῖν... θήσει Εὐρ. Τρῳ. 1057· ― [[ὡσαύτως]] ἐλλειπτικῶς μετ’ ἐπιρρ., οὕτω νῦν [[Ζεὺς]] θείη, οὕτω [[εἴθε]] νὰ δώσῃ ὁ [[θεός]], Ὀδ. Θ. 465., Ο. 180· ὣς ἄρ’ ἔμελλον θησέμεναι, ποιεῖσθαι, Ἰλ. Μ. 35· παγκάκως [θεοὶ] ἔθεσαν Αἰσχύλ. Πέρσ. 283. Β. θέτω ἢ [[φέρω]] εἰς κατάστασίν τινα ἢ διάθεσιν, σχεδὸν ὡς τὸ ποιεῖν, ποιεῖσθαι, δι’ ὃ καὶ [[συχνάκις]] [[ἑρμηνευτέον]] διὰ τοῦ ἡμετέρου «[[κάμνω]]» Ι. μετ’ οὐσιαστ. καὶ κατηγορημ., [[κάμνω]] τινά τι, θεῖναί τινα αἰχμητήν, ἱέρειαν, μάντιν Ἰλ. Α. 290, Ζ. 300, Ὀδ. Ο. 253· θ. τινα βασιλέα, ἀρχέπολιν Πινδ. Ο. 13. 31, Π. 9. 93· θεῖναί τινα ἄλοχόν τινος, ποιῆσαί τινα γυναῖκά τινος, ἐπὶ τρίτου χρησιμεύοντος ὡς προξενητοῦ, Ἰλ. Τ. 298· (διαφ. ἐν τῷ μέσῳ ἴδε κατωτέρ. 3)· ἥ τέ με τοῖον ἔθηκεν [[ὅπως]] ἐθέλει, μὲ κατέστησε τοιοῦτον [[ὅπως]] θέλει, Ὀδ. Π. 208· σῦς ἔθηκας ἑταίρους, κατέστησας τοὺς συντρόφους μου χοίρους, Κ. 338· οὕτω, ναῦν λᾶαν ἔθηκε Ν. 163, πρβλ. Ἰλ. 318· [[ἀλλά]], θεῖναί τινι γέλων, προξενῆσαι γέλωτα εἴς τινα, Εὐρ. Ἴων 1172· [[ὡσαύτως]], λόγους εἰς μέτρα τιθέναι, τρέψαι αὐτοὺς εἰς στίχους, Πλάτ. Νόμ. 669D. 2) μετ’ ἐπιθέτου ὡς κατηγορηματικοῦ, θεῖναί τινα ἀθάνατον καὶ ἀγήραον, καταστῆσαί τινα ἀθάνατον καὶ [[ἀγήρατον]], Ὀδ. Ε. 136· οὕτω, τυφλόν, ἀφνειὸν τ. τινα Ἰλ. Ζ. 139, Ι. 483· οὕτω, τὸν μέν... θῆκεν μείζονά τ’ εἰσιδέειν καὶ πάσσονα Ὀδ. Ζ. 229, πρβλ. Σ. 195. β) ἐπὶ πραγμάτων, ἅλιον, οὐκ ἀτέλεστον, μεταμώνιον Ἰλ. Δ. 26, 57, 363· κείνου δ’ αὖ καὶ ὄλεθρον ἀπευθέα θῆκε, κατέστησε καὶ τὸν ὄλεθρον αὐτῶν ἄγνωστον, Ὀδ. Γ. 88, πρβλ. Λ. 274· ἀποίητον [[θέμεν]] ἔργων [[τέλος]] Πινδ. Ο. 2. 32· ἀρὰν τ. ἀληθῆ Αἰσχύλ. Θήβ. 946· ἀναστάτους οἴκους τ. Σοφ. Ἀντ. 674· τ. λεῖον τὸν τραχὺν Ἀριστοφ. Εἰρ. 1086· τὸ παραχθὲν ἀγένητον τ. Πλάτ. Πρωτ. 324Β. 3) [[πολλάκις]] ἐν τῷ μέσῳ τύπῳ γυναῖκα ἢ ἄκοιτιν τίθεμαί τινα, [[κάμνω]] τινὰ γυναῖκά μου, σύζυγόν μου, Ὀδ. Φ. 72, 316· παῖδα τὸν αὑτᾶς πόσιν αὑτᾷ θεμένα, λαβοῦσα τὸν ἑαυτῆς υἱὸν ὡς ἄνδρα, Αἰσχύλ. Θήβ. 930. β) παῖδα ἢ υἱὸν τίθεσθαί τινα, ὡς τὸ ποιεῖσθαι, [[κάμνω]] τινὰ ὡς [[τέκνον]] μου, υἱοθετῶ, Πλάτ. Νόμ. 929C, κλπ., καὶ ἀπολ., τίθεμαί τινα, υἱοθετῶ, Πλουτ. Αἰμίλ. 5. γ) [[καθόλου]], προσφιλῆ, δυσμενῆ θέσθαι τινά, παρὰ ποιηταῖς, Σοφ. Φιλ. 532, Ἀντ. 188· γέλωτα τίθεμαί τινα, [[κάμνω]] τινὰ ἀντικείμενον γέλωτος, Ἡρόδ. 3. 29., 7. 209. 4) μετ’ ἀπαρεμφ., [[κάμνω]] τινὰ νὰ πράξῃ τι, τιθέναι τινὰ νικῆσαι, [[κάμνω]] τινὰ νὰ ἀναδειχθῇ [[νικητής]], Πινδ. Ν. 10. 89· πεπρωμένον ἔθηκε μοῖραν μετατραπεῖν ἀνδροφθόρον ὁ αὐτ. ἐν Ἀποσπάσμ. 164· τὸν πάθει [[μάθος]] θέντα [[κυρίως]] ἔχειν, [[ὅστις]] ἔκαμε τὸ [[πάθημα]] νὰ χρησιμεύσῃ ὡς [[μάθημα]], Αἰσχύλ. Ἀγ. 178, πρβλ. 1036, 1174, Εὐρ. Μήδ. 718, [[Ἡρακλ]]. 990, κλπ. ΙΙ. ἐν ἀναφορᾷ πρὸς τὴν τῆς διανοίας ἐνέργειαν, ὅτε τὸ [[μέσον]] [[εἶναι]] συνηθέστερον τοῦ ἐνεργ., θέτω εἰς ὡρισμένον ἢ δεδομένον, ὑπολογίζω τι ἢ θεωρῶ ὡς..., τί δ’ ἐλέγχεα [[ταῦτα]] τίθεσθε; Ὀδ. Φ. 333· [[δαιμόνιον]] αὐτὸ τίθημ’ ἐγὼ Σοφοκλ. Ἠλ. 1270· τοιοῦτον θέντες τὸν δίκαιον Πλάτ. Πολ. 361Β, πρβλ. 430Β· θὲς δή μοι..., ὑπόθες τώρα, ὁ αὐτ. ἐν Θεαιτ. 191C· [[εὐεργέτημα]] τ. τι Δημ. 12. 9· [[ὡσαύτως]] [[μετὰ]] τοῦ ὡς, θέντες ὡς ὑπάρχον ὃ βούλονται Πλάτ. Πολ. 458Α, πρβλ. Φαίδωνα 100Α· μὴ τοῦτο ὡς [[ἀδίκημα]] θῇς Δημ. 292. 21. 2) μετ’ ἐπιρρ., ποῦ χρὴ τίθεσθαι [[ταῦτα]]; πῶς πρέπει νὰ θεωρῶμεν [[ταῦτα]]; Σοφ. Φιλ. 451 (ἴδε κατωτ. IV)· [[οὐδαμοῦ]] τιθέναι τι, θεωρεῖν τι ὡς ἀνάξιον λόγου ἢ προσοχῆς, nullo in numero habere, Εὐρ. Ἀνδρ. 210· [[πρόσθεν]] ἢ ἐπίπροσθέν τινος τιθέναι τι ὁ αὐτ. ἐν Ἑκ. 131, ἐν Ἱκ. 514· [[πόρρω]] τίθεσθαί τί τινος Δημ. 325. 22. 3) μετ’ ἐμπροθέτου προσδιορισμοῦ, τ. τινὰ ἐν τοῖς φιλοσόφοις Πλάτ. Πολ. 475D· ἐν τοῖς φίλοις Ξεν. Ἀπομν. 2. 4, 4· [[ὡσαύτως]], εἰς γόητα καὶ μιμητὴν τ. τινα Πλάτ. Σοφιστ. 235Α, πρβλ. 264C, Ξεν. Ἀπομν. 4. 2, 39· [[ὡσαύτως]], οὐκ ἐν λόγω τίθεσθαί τινα Τυρταῖ. 9. 1. τίθεσθαί τινα ἐν τιμῇ Ἡρόδ. 3. 3· ἐν αἰτίῃσι τιθέναι τινὰ ὁ αὐτ. 8. 99· παρ’ οὐδὲν ἔθεντο, ἐθεώρησαν ὡς μηδαμινόν, ὡς ἀνάξιον λόγου, Αἰσχύλ. Ἀγ. 230, Εὐρ. Ι. Τ. 732, Πλάτ., κλπ.· ἐν παρέργῳ θέσθαι Σοφ. Φιλ. 473· πάντα ἐν εὐχερεῖ θ. [[αὐτόθι]] 876· τ. τι ἐν αἰσχρῷ Εὐρ. Ἑκ. 806· ἐν ἀδικήματι θέσθαι τι Θουκ. 1. 35· ἐν ἀδικήματος μέρει τίθεσθαί τι Δημ. 668. 25, πρβλ. Πλάτ. Σοφιστ. 252Β, καὶ Κόντον ἐν Ἀθηνᾶς τόμ. ϛʹ σ. 185· ― θέσθαι τὰ δίκαια ἔκ τινος, ἐκτιμᾶν ἢ ὑπολογίζειν τὰ δίκαια ἐκ..., Δημ. 91 περὶ τὸ [[τέλος]]. 4) [[μετὰ]] διαιρετ. γενικῆς ἢ καὶ ἄλλης, ἐμὲ θὲς τῶν πεπεισμένων, καταρίθμησόν με μεταξὺ τῶν πεισθέντων, Πλάτ. Πολ. 424C, πρβλ. 376Ε, 437Β· τῆς ἡμετέρας ἀμελείας ἄν τις θείη, δύναταί τις νὰ τὸ θεωρήσῃ ὡς προελθὸν ἐκ τῆς ἀμελείας ἡμῶν, Δημ. 12. 5. 5) μετ’ ἀπαρεμφ., οὐ τίθημ’ ἐγὼ ζῆν τοῦτον, δὲν θεωρῶ ἐγὼ τοῦτον ὡς ζῶντα, «δὲν τὸν [[λογαριάζω]] ὡς...», Σοφ. Ἀντ. 1166 πρβλ. Πλάτ. Φαίδωνα 93C, Δημ. 783. 18 καὶ 22· ― σπανίως [[μετὰ]] μετοχῆς, θήσω ἀδικοῦντα [αὐτὸν] ὁ αὐτ. 645. 22. 6) ἐλλειπτικῶς, [[λαμβάνω]] ὡς δεδομένον, ὑποθέτω, θῶμεν δύο εἴδη (ἐξυπακουομ. [[εἶναι]]) Πλάτ. Φαίδ. 79Α, κλπ· θήσω οὕτω (ἐξυπακ. εἶναί τι) Δημ. 648. 22, πρβλ. Ἀριστ. Πολιτικ. 4. 4, 1. ΙΙΙ. [[ἄνευ]] κατηγορηματικῆς τινος λέξεως, καὶ σημαίνει, [[κάμνω]], [[κατεργάζομαι]], ὡς τὸ ποιεῖν, Λατιν. ponere virum, ἐπὶ τεχνίτου, ἐν ὃ ἐτίθει νειὸν Ἰλ. Σ. 541, πρβλ. 550, 561, 607· ἐπὶ μαγείρου, [[δόρπον]] τιθέναι ἢ τίθεσθαι Ὀδ. Υ. 394, Ρ. 269, καὶ [[ἄλλοθι]]· [[δῶμα]] θέσθαι, κτίσαι οἰκίαν, Ο. 241. 2) ποιῶ, προξενῶ, [[ἀπεργάζομαι]], ἔργα Ἰλ. Γ. 321· τ. κέλαδον καὶ ἀϋτὴν Ι. 547· ὀρυμαγδὸν Ὀδ. Ι. 235· ἔριν μετ’ ἀμφοτέροισιν Γ. 136· φιλότητα, ὅρκια μετ’ ἀμφ. Ἰλ. Δ. 83, Ὀδ. Ω. 546· καὶ [[μετὰ]] δοτικ. προσώπου, [[σῆμα]] τιθεὶς Τρώεσι Ἰλ. Θ. 171· Ἀχαιοῖς ἄλγε’ ἔθηκε Α. 2, κτλ.· πᾶσιν ἔθηκε πόνον Φ. 524, πρβλ. Ο. 721, Π. 262· [[φόως]] ἑτάροισι Ζ. 6, κλπ., οὕτω [[συχνάκις]] παρ’ Ὁμ., χάρματ’ ἄλλοις ἔθηκεν Πινδ. Ο. 2. 180· πόλει κατασκαφὰς θέντες Αἰσχύλ. Θήβ. 47· εἰρήνην φίλοις ὁ αὐτ. ἐν Πέρσ. 769· ἀλλ’ [[αἷμα]] θήσεις, ἀλλ’ οὕτω θὰ προξενήσῃς αἱματοχυσίαν, Εὐρ. Βάκχ. 835, κλπ. 3) [[συχν]]. ἐν τῷ μέσῳ τύπῳ, [[κάμνω]] ἢ [[παρασκευάζω]] δι’ ἐμαυτόν, τίθεμαι κέλευθον, [[κάμνω]] ὁδὸν δι’ ἐμαυτόν, «ἀνοίγω δρόμον», [[τεῖχος]] ῥηξάμενοι θέσθαι παρὰ νηυσὶ κέλευθον Ἰλ. Μ. 418· καί κεν ὀρὸν πίνων μεγάλην ἐπιγουνίδα θεῖτο, νὰ ἀποκτήσῃ μεγάλην εὐσαρκίαν, Ὀδ. Ρ. 225, πρβλ. Σ. 74· θέσθαι μάχην, συνάπτειν μάχην, Ἰλ. Ω. 402, πρβλ. Ρ. 158· ἱδρῶτα τίθεσθαι Ἱππ. 22. 33· μαρτύρια θέσθαι, παρουσιάζειν μαρτυρίας, Ἡρόδ. 8. 55· θήκασθαι ἀνδρὸς αἰδοίου πρόσοψιν, λαβεῖν τὴν ὄψιν ἢ τὸ [[πρόσωπον]] σεβασμίου ἀνθρώπου. Πινδ. Π. 4. 52, πρβλ. Abresch. εἰς Ἡσύχ. ἐν λέξ. θήκατο· τίθεμαι πόνον, προξενῶ ἐμαυτῷ ἐνοχλήσεις, βάσανα, Αἰσχύλ. Εὐμ. 226· εὐκλεᾶ θέσθαι βίον Σοφ. Φιλ. 1422· καὶ ἐν πολλαῖς ὁμοίαις φράσεσι. 4) ἐν περιφράσει ἀντὶ ἁπλοῦ ῥήματος, σκέδασιν [[θεῖναι]], σκεδάσαι, διασκορπίσαι, Ὀδ. Λ. 116· [[θεῖναι]] κρύφον, νέμεσιν, αἶνον, [[ἀντί]], κρύπτειν, νεμεσᾶν, αἰνεῖν, Πινδ. Ο. 7. 111., 8. 114, Ν. 1. 5· [[ὡσαύτως]] ἐν τῷ μέσῳ τύπῳ, θέσθαι μάχην, ἀντὶ μάχεσθαι, Ἰλ. Ω. 402· θέσθαι θυσίαν, γάμον, [[ἀντί]], θύειν, γαμεῖσθαι, Πινδ. Ο. 7. 77., 13. 75· σπουδήν, πρόνοιαν θέσθαι Σοφ. Αἴ. 13, 536, (Cobet. Nov. lect. σ. 291), πρβλ. Πινδ. Π. 4. 492· τ. ἐπιστροφὴν πρό τινος Σοφ. Ο. Τ. 134· σχολὴν τ. Αἰσχύλ. Ἀγ. 1059· προμηθίαν θ. τινὶ Εὐρ. Μήδ. 915· ― καὶ [[μετὰ]] γενικ., λησμοσύνην, συγγνωμοσύνην τινὸς Σοφ. Ἀντ. 151, Τρ. 1265. IV. εὖ θέσθαι, διευθετεῖν, τακτοποιεῖν, κυβερνᾶν [[καλῶς]], τὰ [[σεωυτοῦ]] Ἡρόδ. 7. 236· θέσθαι τὸ παρὸν Θουκ. 1. 25, πρβλ. 4. 59, Πλάτ., κλπ. (εὖ [[θεῖναι]] παρὰ Θεόγν. 845)· ἴδε ἀνωτ. Α. Ι. 10. γ· - [[ὡσαύτως]], [[καλῶς]] [[θεῖναι]] Σοφ. Τρ. 26, Εὐρ. Ἱππ. 521· [[καλῶς]] θέσθαι [[αὐτόθι]] 709, πρβλ. Ἀνδρ. 378, κλπ.· - οὕτω καί, [[θεῖναι]] τἀκεῖ κατὰ γνώμην ἐμὴν [[αὐτόθι]] 737· [[μάλιστα]] ἐπὶ διευθετήσεως διαφορῶν, θέσθαι τὸν πόλεμον, ἴδε Α. ΙΙ. 10. β· τὰς διαφορὰς θέσθαι [[καλῶς]] Ἀνδοκ. 18. 21· τὸ [[νεῖκος]] εὖ θέσθαι χρεὼν Σοφ. Ο. Τ. 633· πρβλ. Θουκ. 4. 17., 6. 11· [[ἴσως]] οὕτω καὶ παρὰ Σοφ. ἐν Φιλ. 451 (ἴδε ἀνωτ. ΙΙ. 2). - Ἴδε Χ. Χαριτωνίδου Ποικίλα Φιλολογικὰ τόμ. Α΄, σ. 47, 53, 55, κλπ.
|lstext='''τίθημι''': [ῐ], τίθης Σοφ. Φιλ. 992, Πλάτ., παρ’ Ὁμ. ἀείποτε τίθησθαι: τίθησι Ὅμ. καὶ Ἀττ., Δωρ. τίθητι Θεόκρ. 3. 48, γ΄ πληθ. τιθέασι Θουκ. 5. 96, Ἄλεξ. ἐν «Λέβητι» 1. 5, Ἰωνικ. τιθεῖσι Ἰλ. Π. 262, Ἡρόδ.· [[ὡσαύτως]] β΄ ἐνικ. τιθεῖς (ὡς εἰ ἐκ ῥήμ. τιθέω, τιθῶ, [[ὅπερ]] ἀπαντᾷ παρὰ Λουκ. ἐν Ὠκύπ. 43. 81, ἴδε Cobet. Var lect σ. 221 καὶ Misc. Crit σ. 166, καὶ Kühner-Blass Ausführ Grammatik, τόμ. Α΄, [[μέρος]] Β΄, σ. 193), Πινδ. Π. 8, 14, γ΄ ἑνικ. τιθεῖ Ἰλ. Ν. 731, Μίμνερμ. 1. 6., 5. 7, Ἡρόδ. 1. 113, ἀλλ’ οἱ τύποι οὗτοι τοῦ ἐνεστ. δὲν [[εἶναι]] Ἀττ., Πόρσ. εἰς Εὐρ. Ὀρέστ. 141.· - παρατ. ἐτίθην Πλάτ. Γοργ. 5 0Β, ἐτίθης παρὰ τῷ αὐτῷ Πολ. 528D, ἐτίθη Ὅμ., Ἐπικ. τίθη Ἰλ. Α. 446, κλπ., ἀλλὰ παρ’ Ἀττικ. τὸ β΄ καὶ γ΄ πρόσ. [[εἶναι]] σχεδὸν ἀείποτε ἐτίθεις, ἐτίθει Ἀριστοφ. Νεφ. 59, 64, Ἀχ. 532, Πλάτ., καὶ οἱ τύποι οὗτοι ὑπάρχουσιν ἐν πολλαῖς ἐκδόσεσι τοῦ Ὁμ., (ἴδε Λογ. Ἑρμ. τόμ. Α΄, 336 καὶ Cobet Misc. Crit. 281), Ἐπικ. γ΄ πληθ. τίθεσαν Ὀδ. Χ. 456· τίθεν Πινδ. Π. 3. 15 (πρότιθεν, Ὀδ. Α. 112. Λόγ. Ἑρμ. Α΄, σ. 324)· μεταγεν. ἐτίθουν, Καιν. Διαθ. Ἰωνικ. παρατατ. τίθεσκον Ἡσ. Ἀποσπ. 96, ἐτίθεα (ὑπερ-) Ἡρόδ. 3. 155· - προστ. τίθει Ἰλ. Α. 509, Ἀττ.: - ἀπαρ. τιθέναι· παρ’ Ἐπικ. [[ὡσαύτως]] τιθήμεναι, Ἰλ. Ψ. 83, τιθέμεν Ἡσ. Ἔργ. κ. Ἡμ. 742, Πίνδ.· - μέλλ. θήσω, Ἐπικ. ἀπαρ. θησέμεναι Ἰλ. Μ. 35, θησέμεν Πίνδ.: - ἀόρ. α΄ ἔθηκα, ἐν χρήσει μόνον ἐν τῇ ὁριστ., καὶ κατὰ τὸ πλεῖστον ἐν τῷ ἑνικῷ, [[διότι]] ἂν καὶ τὸ γ΄ πληθ. [[εἶναι]] σύνηθες, τὸ α΄ [[ὅμως]] καὶ β΄ πληθ. [[εἶναι]] σπάνια, Ξενοφ. Ἀπομν. 4. 2, 15, Αἰσχίν. 5. 23· Ἐπικ. γ΄ πληθ. θῆκαν Ἰλ. Ω. 795, κλπ.· ὁ ὁμαλὸς ἀόριστ. α΄ ἔθησα [[εἶναι]] [[λίαν]] μεταγεν., Μαλαλ. 247. 3, κλπ., καὶ μετοχ. τιθήσας ἐν Χρησμ. Σιβ. 4. 122.· - ἀόρ. β΄ ἔθην δὲν [[εἶναι]] ἐν χρήσει ἐν τῷ ἑνικ. τῆς ὁριστ., ἐν ᾧ ὁ πληθ. [[εἶναι]] συνηθέστερος, ἔθεμεν, ἔθετε, ἔθεσαν, Ἐπικ. θέσαν, Ἰλ. Μ. 29, κλπ.· προστ. θές, Ἀριστοφάν. Λυσ. 185, κλπ.· Λακων. γ΄ ἑνικ. [[σέτω]] [[αὐτόθι]] 1081· ὑποτ. θῶ, Ἰωνικ. θέω (προσ-), Ἡρόδ. 1. 108, Ἐπικ. [[θείω]], Ἰλ. Π. 83· Ἐπικ. β΄ καὶ γ΄ ἑνικ. θείῃς, θείῃ (ἄλλ. [[θήῃς]], θήῃ) Ἰλ. Π. 96, Ὀδ. Κ. 301, 341, Ἐπικ. α΄ πληθ. θέωμεν (δισύλλ.) Ὀδ. Ω. 485, [[θείομεν]] ἀντὶ θείωμεν, Ἰλ. Ψ. 244, Ὀδ. Ν. 364· εὐκτ. θείην, α΄ πληθ. θείημεν Πλάτ., κλπ.· [[θεῖμεν]] Ὀδ. Μ. 347, προσ-[[θεῖμεν]] Πλάτ. Πολ. 370D, καὶ καταθεῖτε (ἢ -θοῖτε) Δημ. 185. 26· γ΄ πληθ. θεῖεν Σοφ. Ο. Κ. 865 ἀπαρ. [[θεῖναι]], Ἐπικ. θέμεναι Ἰλ. Β. 285, [[θέμεν]] Ὀδ. Φ. 3. Ἡσ. Ἔργ. κ. Ἡμ. 61. 67· μετοχ. θείς· πρκμ. τέθεικα Εὐρ. Ἠλ. 7, Ξεν. Ἀπομν. 4. 4, 19 (τέθηκα ἐν ἐπιγραφ.). - Μέσ. τίθεμαι, β΄ ἑν. τίθεσαι Πλάτ. Θεαίτ. 202C· προστ. τίθεσο Ἀριστοφ. Εἰρ. 1039, Πλάτ. Σοφιστ. 237Β, τίθου Αἰσχύλ. Εὐμ. 226, Ἐπικ. τίθεσσο Ἀνθ. Παλ. 9. 564, Ἐπικ. μετοχ. τιθήμενος Ἰλ. Κ. 34. - Μέλλ. θήσομαι [[αὐτόθι]] Ω. 402, Ἀττ.: - ἀόρ. α΄ ἐθηκάμην, ἐν χρήσει μόνον ἐν τῇ ὁριστ. καὶ τῇ μετοχ., καὶ [[οὐδέποτε]] παρὰ τοῖς Ἀττικ.· β΄ ἑνικ. ἐθήκαο Θεόκρ. 29. 18· Ἐπικ. β΄ ἑνικ. θήκατο Ἰλ. Κ. 31, Ἡσ.· μετοχ. θηκάμενος Θέογν. 1150, Πίνδ.· - ἀόρ. β΄ ἐθέμην, Ὅμ., Ἀττ.· προστ. θέο Ὀδ. Κ. 333, θοῦ Σοφ. Ο. Κ. 466 (ἐν συνθ. ἐνθοῦ, εἰσθοῦ· ἀλλὰ κατάθου, ἀπόθου)· ὑποτακτ. [[θῶμαι]] Ἀττ.· εὐκτ. θείμην Ἀττ., Ἐπικ. γ΄ ἑνικ. θεῖτο Ὀδ. Ρ. 225, Αἰσχύλ. Πρ. 527, Πλάτ., κλπ. (προσ-[[θοῖτο]], -θοῖσθε, ἐν-[[θοῖτο]], ἔχουσιν οἱ πλεῖστοι τῶν ἐκδοτῶν ἐν Δημ. 68. 26., 575, 19., 912. 23). - Παθ. τίθεμαι· μέλλ. τεθήσομαι Εὐρ. Ἠλέκ. 1268, Θουκ., Πλάτ.· - ἀόρ. ἐτέθην Εὐρ. Ἡρ. Μαιν. 1245, Θουκ., Πλάτ.: - πρκμ. τέθειμαι, ἀπαρ. τεθεῖσθαι Ἀριστ. Ἀποσπάσ. 304, μετοχ. τεθειμένος, Δημάδ. 180. 4, (προ-) Ξενοφ. Ἱέρ. 9. 11, (δια-) Μένανδρ. ἐν Ἀδήλ. 65· ([[ὡσαύτως]] ἐν χρήσει ἐπὶ [[μέσης]] σημ., Δημ. 530. 11, Λουκ. Ἐνύπν. 9, (ἐν-) Δημ. 912. 8) - Τὸ παθ. [[οὐδαμοῦ]] ἀπαντᾷ παρ’ Ὁμ. καὶ [[εἶναι]] [[καθόλου]] σπάνιον, ἀντ’ [[αὐτοῦ]] δὲ [[εἶναι]] ἐν χρήσει τὸ [[κεῖμαι]] (ἴδε Cobet Var. let. 331 καὶ 527, ἔκδ. Β΄). (Ἐκ τῆς √ΘΕ, ἥτις ἀπαντᾷ ἐν τῷ τύπῳ προθέουσι, Ἰλ. Α. 291· [[ἐντεῦθεν]], θέσις, θέμις, θεσμός, ([[τεθμός]]), θέμα, θεμέλιον, θήκη, ὑπο-[[θήκη]], κτλ., θῆμα, [[θέτης]], νομο-[[θέτης]] κτλ., πρβλ. θής. Σανσκρ. dhâ, da-dhâ-mi ([[τίθημι]]), dha-tri (δημιουργός), Ἀρχ. Γερμ. tôm, tât (thue, ποιεῖν, that, [[πρᾶξις]]), duom, (Ἀγγλ. doom, deem). Ριζικὴ [[σημασία]]· θέτω, τοποθετῶ· ἀκολούθως [[καθόλου]], [[φέρω]] τι εἴς τινα θέσιν, εἴς τινα τόπον· [[ὅθεν]] [[φέρω]] τι εἴς τινα κατάστασιν, προξενῶ. Τὸ [[μέσον]] παρ’ Ὁμ. διαφέρει τοῦ ἐνεργ. ἐν τούτῳ ὅτι ἡ [[ἐνέργεια]] ἀντανακλᾶται εἰς τὸ ὑποκείμενον ἢ ἀναφέρεται εἰς τὸν σκοπὸν τοῦ ἐνεργοῦντος ἢ εἰς τὰ συμφέροντα [[αὐτοῦ]]· ἀλλὰ παρ’ Ἀττ. ὡς τὸ ποιεῖσθαι ἀναφέρεται εἰς διανοητικὴν ἐνέργειαν. Α. ἐπὶ τοπικῆς σημασ., θέτω, βάλλω, τοποθετῶ, λίθον... θέσαν Ἰλ. Φ. 405· [[θεμείλια]] Μ. 29· τέρματα τ., θέτω ὅρια, Ψ. 333, Ὀδ. Θ. 193· κλισίην, [[θρόνον]] τι τινί, θέτω ἀνάκλιντρον ἢ [[κάθισμα]] διά τινα, Δ. 123., Θ. 65· τὸ δὲ Μέσον σημαίνει, θέτω [[κάθισμα]] δι’ ἐμαυτόν, ἡ δὲ κατ’ ἄντηστιν θεμένη περικαλλέα δίφρον... ἑκάστου μῦθον ἄκουε Υ. 387· - παρ’ Ἀττικ., [[πόδα]] τ., θέτω ἢ [[στηρίζω]] τὸν [[πόδα]] μου, δηλ. περιπατῶ, [[τρέχω]], Αἰσχύλ. Εὐμ. 294, Εὐριπ. Ι. Τ. 32· [[τετράποδος]] βάσιν θηρὸς τίθεσθαι, δηλ. βαδίζειν «μὲ τὰ τέσσαρα», ὁ αὐτ. ἐν Ἑκ. 1059· - ὁ [[τόπος]] ἢ τὸ [[μέρος]] δηλοῦται δι’ ἐπιρρ. ἢ ἐμπροθέτων προσδιορισμῶν. α) δι’ ἐπιρρημάτων, τ. τι πυρὸς ἐγγύς, [[ἀπάνευθε]] πυρὸς Ὀδ. Ξ. 518, Ἰλ. Σ. 412· [[προπάροιθε]] ποδῶν Υ. 324· [[χαμαὶ]] τ. τὸν [[πόδα]] Αἰσχύλ. Ἀγ. 906· τὰ ἄνω [[κάτω]] καὶ τὰ [[κάτω]] ἄνω τ., Ἡρόδ. 3. 3, πρβλ. Αἰσχύλ. Εὐμ. 650, κλπ.· μετ’ ἐπιρρ. δηλούντων κίνησιν, [[ἄλλοσε]] [[θεῖναι]] Ὀδ. Ψ. 184, 204· ποῖ θετέον; Ξεν. Ἀπομν. 4. 2, 17, πρβλ. Πλάτ. Πολ. 479C, κλπ. β) [[μετὰ]] πάσης προθέσεως δηλούσης σχέσιν τοπικήν, τ. [[ἀμφί]] τινι, [[οἷον]] ἀμφ’ ὤμοισι [[ἔντεα]] Ἰλ. Κ 34· στέφανον ἀμφὶ βοστρύχοις Εὐρ. Μήδ. 1160· ἀνά τινι ἢ τι, ὡς ἂμ βωμοῖσι Ἰλ. Θ. 441· ἀνὰ μυρίκην Κ. 466· ἐπί τινος, τινι ἤ τι, ὡς εἵματα ἐπ’ ἀπήνης Ὀδ. Ζ. 252· πρβλ. Ἰλ. Π. 223, κλπ.· κυνέην ἐπὶ κρατὶ Ο. 480· ἐπὶ γούνασί τινος Ζ. 92, κλπ.· ἐπὶ [[θρόνον]] τὰ ἱμάτια Ἡρόδ. 1. 9, πρβλ. Αἰσχύλ. Ἱκέτ. 483, κλπ.· ὑπό τινι ἤ τι, [[οἷον]] δέμνι’ ὑπ’ αἰθούσῃ Ἰλ. Ω. 644· ἀμβροσίην ὑπὸ ῥῖνά τινι Ὀδ. Δ. 445· ἀλλὰ συνηθέστατα [[μετὰ]] τῶν προθ. ἐν ἢ εἰς, θέτω εἰς ἢ θέτω [[ἐντός]]..., [[οἷον]], θῆκεν ἐν ἀκμοθέτῳ ἄκμονα Ἰλ. Σ. 476· τόξα ἐν πυρὶ Ε. 215· ἐν κίστῃ ἐδωδὴν Ὀδ. Ζ. 76· ἐν λεχέεσσι θ. τινα Ἰλ. Σ. 352· ἢ ἐς δίφρον θέσθαι τινά, θέτω ἐντὸς τοῦ δίφρου, Γ. 310· ἐς λάρνακα, ἐς [[κάπετον]] Ω. 795, 797· ἐς ταφὰς ἢ ἐν τάφοισι Σοφ. Αἴ. 1110. 1410· πρβλ. Ἀντ. 504, Τραχ. 1254. γ) παρὰ ποιηταῖς [[ὡσαύτως]] [[μετὰ]] μόνης δοτ., κολεῷ ἄορ. θέο Ὀδ. Κ. 333· χρήματα μυχῷ ἄντρου Ν. 364· πρβλ. Σοφ. Τρ. 691, Εὐρ. Ἑλ. 1064. - Αἱ αὐταὶ συντάξεις θὰ εὑρεθῶσιν ὑπὸ πολλὰς τῶν ἑπομένων διαιρέσεων. ΙΙ. ἰδιαίτεραι φράσεις: 1) θεῖναί τινί τι ἐν χερσίν, βάλλειν τι εἰς τὰς χεῖράς τινος, Ἰλ. Α. 441, 565· κλπ.· ἐν χερσί τινος Ζ. 482, Ψ. 597· [[οἶνον]] ἐν χείρεσσι Ὀδ. Ξ. 448· ἐς χεῖρά τινος, εἰς τὴν χεῖρά τινος. Σοφ. Αἴ. 751. 2) ἐπὶ γυναικῶν, παῖδα ὑπὸ ζώνην ἐθέμην, [[ἔσχον]] ἐν γαστρί, Ὕμν. Ὅμ. εἰς Ἀφρ. 256· ἥτις σοι φίλον υἱὸν ζώνῃ θέτο [[μήτηρ]], τίς ἦν ἡ [[μήτηρ]] ἡ σχοῦσά σε ἐν γαστρί, [[αὐτόθι]] 283. 3) ἐν ὄμμασι θέσθαι, δηλ. πρὸ τῶν ὀφθαλμῶν, Πινδ. Ν. 8. 73. 4) βάλλω φυτὸν εἰς γῆν, [[φυτεύω]], [[ὁπηνίκα]] δεῖ τιθέναι τὰ φυτὰ Ξεν. Οἰκ. 19, 7 καὶ 9. 5) θέσθαι τὴν ψῆφον, ῥίπτειν, βάλλειν αὐτὴν εἰς τὴν κάλπην, ἐς [[τεῦχος]] οὐ διχορρόπως ψήφους ἔθεντο Αἰσχύλ. Ἀγ. 816, ἴδε ἐν λ. [[ψῆφος]]· - [[ἐντεῦθεν]] καὶ [[ἁπλῶς]] ψηφοφορῶ, δίδω τὴν ψῆφόν μου, ἐπὶ φόνῳ, διὰ φόνον, Εὐρ. Ὀρ. 756· ἑωυτῷ, [[ὑπὲρ]] [[ἑαυτοῦ]], Ἡρόδ. 8. 123· σὺν τῷ νόμῳ Ξεν. Κύρ. 1. 3, 17· εὔφρονα, δικαίαν τὴν ψῆφον τ. Αἰσχύλ. Ἱκέτ. 640, Λυκοῦργ., κλπ., καὶ ἐν τῷ παθ., φανερὰ τίθεται ἡ [[ψῆφος]] Πλάτ. Νόμ. 855D· - [[ὡσαύτως]], τίθεμαι τὴν γνώμην, δίδω τὴν γνώμην μου, Ἡρόδ. 7. 82· [[περί]] τινος Ἀνδοκ. 26. 9· καὶ ἀπολ. τίθεσθαι, = ψηφίζεσθαι, γνώμῃ [[ταύτῃ]], [[ὑπὲρ]] ταύτης τῆς γνώμης, Σοφ. Φιλ. 1448· μετά τινος, Αἰσχύλ. Ἱκέτ. 644· ἐναντία τινὶ Πλάτ. Φίληβ. 58Β. 6) παρ’ Ὁμ. θεῖναί τινί τι ἐν φρεσί, ἐν στήθεσσι, [[θεῖναι]], ἐμφυτεῦσαί τι ἐν τῇ καρδίᾳ τινός, ὡς τὸ Ἀττ. [[νουθετέω]]· ἐν στήθεσσι τιθεῖ νόον Ἰλ. Ν. 732· βουλὴν ἐν στήθεσσι τ. Ρ. 470· [[ἔπος]] ἐν φρεσὶ Τ. 121· κλπ.· [[ὡσαύτως]], [[μένος]] δέ οἱ ἐν φρεσὶ θῆκεν Φ. 145· καὶ ἐν τῷ μέσῳ τύπῳ, ἄγριον ἐν στήθεσσι θέτο μεγαλήτορα θυμὸν Ι. 629· [[οὕτως]], αἰδῶ καὶ νέμεσιν ἐν φρεσὶ θέσθαι Ν. 121· θέσθαι τινὶ κότον, τρέφειν [[μῖσος]] [[ἐναντίον]] τινός, Θ. 449· θέσθαι νόον καθαρὸν Θέογν. 89· τιθέμενος ἄγναμπτον νόον Αἰσχύλ. Πρ. 163· ἐν φρεσὶ τίθεμαι, μετ’ ἀπαρ., βάλλω εἰς τὸν νοῦν μου, [[σκέπτομαι]] νὰ πράξω τι, Ὀδ. Δ. 729· (πρβλ. βάλλω ΙΙ. 6. 7) καταθέτω, ὡς εἰς τὴν τράπεζαν, χρήματα θέσθαι [[παρά]] τινα Ἡρόδ. 6. 86, πρβλ. Ὀδ. Ν. 207· τὰ [[ὄντα]] τίθεσαθαι ἀσφαλέστατα (ἐπίρρ.) Ξεν. Ἀπομν. 3. 8, 10· οὕτω καὶ ἐν τῷ ἐνεργ., ὁ αὐτ. ἐν Ἀγησ. 11. 12· [[ἐνέχυρον]] θεῖναί τι Ἀριστοφ. Πλ. 451· πρβλ. Ἐκκλ. 755, Δημ. 1381. 8, κλπ.· - [[ὡσαύτως]], ἐγγύην θέσθαι Αἰσχύλ. Εὐμ. 899· συνθήκας [[παρά]] τινι Λυκοῦργ. 150. 42. - Παθητ., τὰ ληφθέντα καὶ τὰ τεθέντα Δημ. 186. 10· - ἀλλ’ [[ἐνίοτε]] διαστέλλονται ἐνεργ. καὶ [[μέσον]] ἀπ’ [[ἀλλήλων]], ὁ θείς, ὁ ὑποθηκεύσας, δηλ. παρασχὼν ὑποθήκην, ὁ θέμενος, ὁ λαβὼν τὴν ὑποθήκην, ὁ ἐπὶ ὑποθήκῃ [[δανειστής]], τοὺς θέντας ἡμᾶς ἢ καὶ τοὺς θεμένους ὑμᾶς Πλάτ. Νόμ. 820Ε· πρβλ. [[ὑποτίθημι]] ΙΙΙ· μεταφορ., [[χάριν]] ἢ χάριτα θέσθαι τινί, ποιῶ τι εἴς τινα [[ὅπως]] μοὶ ὀφείλῃ [[χάριν]], ὑποχρεώνω τινά, Ἡρόδ. 9. 60, 107, Αἰσχύλ. Πρ. 783, κλπ. 8) πληρώνω, [[καταβάλλω]], τόκον, εἰσφοράς, [[μετοίκιον]], κτλ., Δημ. 1330. 23., 606. 17., 845. 20, κλπ. 9) [[καταγράφω]], σημειώνω, θὲς ἐν φρενῶν δέλτοισι τοὺς ἐμοὺς λόγους Σοφ. Ἀποσπ. 535· τὰ ἐν γράμμασι τεθέντα Πλάτ. Νόμ. 793Β· - βάλλω εἰς τὸν λογαριασμόν, ὑπολογίζω, [[λογαριάζω]], in rationes referre, Δημ. 824. 10., 825. 2., 839. 24· θήσω εἰς δύο παῖδας χιλίας δραχμὰς ἑκάστου ἐνιαυτοῦ Λυσί. 910. 1· τὸ μὲν ἥμισυ τίθησιν αὐτοῖς λελογίσθαι ὁ αὐτ. 905. 11. 10) ἐν τῇ στρατιωτικῇ γλώσσῃ, τίθεσθαι τὰ ὅπλα, ἔχει [[τρεῖς]] σημασίας: α) στήνω τὰ ὅπλα, τὰ θέτω ἐν τάξει ὡς ἐν στρατοπέδῳ, ἀγραυλῶ, νυκτοφυλακῶ, [[μάλιστα]] κατέναντι πολεμίων, Θουκ. 4. 44., 7. 3· - [[ἐντεῦθεν]], [[λαμβάνω]] θέσιν τινά, παρατάττομαι ὡς εἰς μάχην, Ἡρόδ. 9. 52, Θουκ. 2. 2, Πλάτ. Πολ. 440Ε, Λυσί. 188. 10, Ξενοφ. Ἀνάβ. 1. 5, 17., 6. 4, κλπ.· οὕτω, ὁπόσοι περ ἂν ὅπλα ἱππικὰ ἢ πεζικὰ τιθῶνται, ὅσοι ἂν ὑπηρετῶσιν εἰς τὸ ἱππικὸν ἢ τὸ πεζικόν, Πλάτ. Νόμ. 753Β· [[ἀντία]] τινός, [[ἐναντίον]] τινός, Ἡρόδ. 5. 74. (ἀλλ’ ἐν 1. 62· [[ἀντία]] τοῦ ναοῦ, φαίνεται ὅτι σημαίνει [[ἁπλῶς]], κατέναντι τοῦ ναοῦ, πρβλ. Πόππ. Πίνακ. εἰς Ξεν. Ἀν.)· ποιητ., πάτρας [[ἕνεκα]] εἰς δῆριν ἔθεντο ὅπλα, ἐπίγραμμ. παρὰ Δημ. 322. 6. β) βάλλω [[κάτω]] τὰ ὅπλα μου, παραδίδομαι, Διόδ. 20. 31, 45, Πλούτ. 2. 759Α· οὕτω, θέσθαι τὰς ἀσπίδας Ξεν. Ἑλλ. 2. 4, 12· πόλεμον θέσθαι, καταλῦσαι, καταπαῦσαι, Θουκ. 1. 82· πόλεμον θ. ᾗ βούλονται [[αὐτόθι]] 31· [[νεῖκος]] εὖ θέσθαι Σοφ. Ο. Τ. 633· καί, [[καλῶς]] θ. τὰς διαφορὰς [[πρός]] τινα Ἀνδοκ. 18. 21. γ) εὖ θέσθαι ὅπλα, [[ἁπλῶς]] τηρῆσαι αὐτὰ ἐν καλῇ τάξει, Ξεν. Κύρ. 4. 5, 3· ὡς τὸ εὖ ἀσπίδα θέσθω, Ἰλ. Β. 382. 11) θέτω εἰς τάφον, [[θάπτω]], ἐμὰ σῶν [[ἀπάνευθε]] τιθήμεναι ὀστέα Ἰλ. Ψ. 83 ([[συχν]]. [[μετὰ]] προσδιορισμῶν, ἐν τάφοισι, ἐς ταφάς, ἴδε ἀνωτ. 1. β)· ποῦ σφε θήσομεν χθονός; Αἰσχύλ. Θήβ. 1002· - Παθητ., τὰ ὀστᾶ... φασί... τεθῆναι ἐν τῇ Ἀττικῇ Θουκ. 1. 138· πρβλ. Πλάτ. Μενέξ. 242C, Νόμ. 947Ε. 12) τιθέναι τὰ γόνατα, κλίνειν τὰ γόν., Εὐαγγ. κ. Μάρκ. ιε΄, 19, κ. Λουκ. κβ΄, 41, κ. ἀλλ. ΙΙΙ. θέτω, [[ὁρίζω]] [[βραβεῖον]], ἐπὶ ἄθλων ἐν τοῖς ἀγῶσι, Λατ. proponere, ἄεθλα Ἰλ. Ψ. 263, κλπ.· [[ἀέθλιον]] [[αὐτόθι]] 748· νικητήρια Σοφ. Ἀποσπ. 482· καὶ ἐν τῷ παθ., τὰ τιθέμενα, τὰ βραβεῖα, Δημ. 1408. 27· καὶ [[μετὰ]] τοῦ ὡς βραβείου προτεινομένου πράγματος, τ. [[δέπας]], βοῦν, [[ἡμιτάλαντον]] χρυσοῦ Ἰλ. Ψ. 656, 750, 826, κλπ., πρβλ. Ἡρόδ. 1. 144, Σοφ. Αἴ. 572· - τοῦτο πληρέστερον ἐκφέρεται. β) διὰ τοῦ [[θεῖναι]] ἐς [[μέσον]] Ἰλ. Ψ. 704· μεθ’ Ὅμηρον, ἐπὶ πολιτικῶν ἐνεργειῶν, Λατ. in medio ponere, [[προβάλλω]] εἰς τὸν λαόν, εἰς τὴν κρίσιν [[αὐτοῦ]], ἐνώπιον [[αὐτοῦ]], ὑμῖν ἐς [[μέσον]] ἀρχὴν τιθείς, θέτων αὐτὴν εἰς τὴν διάθεσιν ὑμῶν, Ἡρόδ. 3. 142· εἰς τὸ μ. θεῖναί τι Πλάτ. Τίμ. 34Β, Νόμ. 719Α· οὕτω καί, τ. τι εἰς τὸ κοινὸν Ξενοφ. Ἀπομν. 3. 14, 1· - [[ἀλλά]], ἐν μέσῳ τίθημί τι, [[παρεμβάλλω]] ὡς παρένθεσιν, Αἰσχύλ. Χο. 145. 2) στήνω, [[ἱδρύω]] ἐν ναῷ, ὡς τὸ [[ἀνατίθημι]], ἀφιερῶ, καθιερῶ ἀγάλματα, Ὀδ. Μ. 347, πρβλ. Ἰλ. Ζ. 92· τάσδε... θεοῖς ἀσπίδας ἔθηκε Εὐρ. Φοίν. 577. IV. [[παρέχω]], δίδω, τιμήν τινι Ἰλ. Ω. 57· [[ὄνομα]] θεῖναί τινι, δίδω [[ὄνομα]] εἴς τινα, αὐτὸς νῦν [[ὄνομα]] εὕρεο [[ὅττι]] κε θεῖο παιδὸς παιδὶ φίλῳ Ὀδ. Τ. 403· ἀλλὰ κατὰ τὸ πλεῖστον ἐν τῷ μέσῳ τύπῳ, [[ὄνομα]] θέσθαι, οὐχὶ ἀντανακλαστικῶς, δίδω εἰς ἐμαυτὸν [[ὄνομα]], [[λαμβάνω]] ὄνομά τι, ἀλλὰ περιποιητικῶς, δίδω εἰς [[παιδίον]] τὸ ἴδιόν μου [[ὄνομα]] ἢ [[τοὐλάχιστον]] [[ὄνομα]] κατ’ ἐμὴν ἔγκρισιν, Ἀρναῖος δ’ [[ὄνομα]] [[ἔσκε]]· τὸ γὰρ θέτο [[πότνια]] [[μήτηρ]] ἐκ γενετῆς Ὀδ. Σ. 5· τίθεσθ’ [[ὄνομα]] [[ὅττι]] κεν εἴπω Τ. 406, Ἡρόδ. 1. 107, 113, Εὐριπ. Φοίν. 12· ― ἐλλειπτ., [[ἄνευ]] τοῦ [[ὄνομα]]· ᾦ δὴ ἀθροίσματι ἄνθρωπόν τε τίθενται καὶ λίθον Πλάτ. Θεαίτ. 157Β, πρβλ. Κρατ. 402Β· πλεοναστ., Ἴωνα δ’ αὐτὸν [[ὄνομα]] κεκλῆσθαι θήσεται Εὐρ. Ἴων. 75. V. [[τίθημι]] νόμον, θέτω ἢ δίδω νόμον, νομοθετῶ, ἐπὶ ὑπερτάτου νομοθέτου, Σοφ. Ἠλ. 580, Εὐρ. Ἄλκ. 57, Πλάτ. Πολ. 339C, Δημ. 731. 21, κλπ. ― Πολλάκις λέγεται ὁ τιθεὶς ἢ ὁ θεὶς τὸν νόμον· τὸ δὲ [[μέσον]], τίθεμαι νόμον, σημαίνει [[τίθημι]] ἐμαυτῷ, [[ἤτοι]] θέτω δι’ ἐμαυτὸν νόμον (νοεῖται δὲ [[πολλάκις]] τὸ δι’ ἄλλου), ψηφίζομαι νόμον, [[μάλιστα]] ἐπὶ τῶν ἐν δημοκρατίαις νομοθεσιῶν, Ἀριστ. Πολιτ. 4. 1, 5, ἔκδ. Κοραῆ, κλπ.· ― ὁ Σωκρ. ἐν Ξεν. Ἀπομν. 4. 4. 19 λέγει, ἔχοις ἂν οὖν εἰπεῖν ὅτι οἱ ἄνθρωποι τοὺς νόμους ἔθεντο; ― τίνας οὖν νομίζεις τεθεικέναι τούτους; Ἐγὼ μὲν θεοὺς [[οἶμαι]] τοὺς νόμους τούτους τοῖς ἀνθρώποις [[θεῖναι]]· ὁ δὲ Δημοσθένης ἐν Ὀλυνθ. τρίτῳ 10· νομοθέτας καθίσατε, ἐν δὲ τούτοις τοῖς νομοθέταις μὴ θῆσθε νόμον μηδένα, (ἴδε Βασιάδην Δημ. Φιλιππ. σελ. 330 καὶ Cobet Var. lect. 613, καὶ Ἀσώπιον Συντ. Περ. Β΄, σ. 311. § 61, ἔκδ. Β΄)· περὶ δὲ τοῦ παρ’ Ἡροδότ. 1. 29· τῶν νόμων ὧν ἔθετο (ὁ Σόλων) καί, νόμοις τοὺς ἄν σφι Σόλων θῆται, ἴδε Ἀσώπ. ὡς ἀνωτέρω σελ. 318, § 82· τὸ [[μέσον]] δύναται νὰ λεχθῇ καὶ ἐπὶ δεσπότου ἐὰν ἐνυπάρχῃ ἀναφορὰ εἰς τὸ συμφέρον [[αὐτοῦ]] ὡς ἐν τῷ χωρίῳ τοῦ Πλάτ. Πολ. 338Ε· τίθεται δέ γε τοὺς νόμους ἑκάστη ἡ ἀρχὴ πρὸς τὸ αὑτῇ ξυμφέρον, [[δημοκρατία]] μὲν δημοκρατικούς, τυραννὶς δὲ τυραννικούς. ― Ἴδε Jebb Σοφ. Ἀντ. σ. 10 ἐν σημ. ― Καὶ ἐν παθ. σημ., τίθεται [[νόμος]] Πλάτ. Νόμ. 705D, 744Α· ― λέγεται [[προσέτι]] καί, [[θεῖναι]] θεσμόν, θεσμόν... θήσω (ὁμιλεῖ ἡ [[Ἀθηνᾶ]]) Αἰσχυλ. Εὐμ. 484· [[κήρυγμα]], τιμωρίας, κτλ., Σοφ. Ἀντ. 8, Πλάτ., κλπ.· σκῆψιν [[θεῖναι]] [[προφασίζομαι]] Σοφ. Ἠλ. 548· τίθεμαι ἡμέραν, συμφωνῶ [[περί]] τινος ἡμέρας, [[ὁρίζω]] ἀπὸ κοινοῦ ἡμέραν, Δημ. 1039. 6. VI. [[ὁρίζω]], [[καθίστημι]], [[ἱδρύω]], ἀγῶνα, Αἰσχύλ. Ἀγ. 845, Ξεν. Ἀν. 2. 1, 10· πεντετηρίδα Πινδ. Ο. 3. 38. VII. [[διορίζω]], [[τάττω]], διατάττω, μετ’ αἰτ. καὶ ἀπαρ., Ξενοφ. Λακων. 15, 2· πρβλ. 1. 5., 2. 11· γυναιξὶ σωφρονεῖν... θήσει Εὐρ. Τρῳ. 1057· ― [[ὡσαύτως]] ἐλλειπτικῶς μετ’ ἐπιρρ., οὕτω νῦν [[Ζεὺς]] θείη, οὕτω [[εἴθε]] νὰ δώσῃ ὁ [[θεός]], Ὀδ. Θ. 465., Ο. 180· ὣς ἄρ’ ἔμελλον θησέμεναι, ποιεῖσθαι, Ἰλ. Μ. 35· παγκάκως [θεοὶ] ἔθεσαν Αἰσχύλ. Πέρσ. 283. Β. θέτω ἢ [[φέρω]] εἰς κατάστασίν τινα ἢ διάθεσιν, σχεδὸν ὡς τὸ ποιεῖν, ποιεῖσθαι, δι’ ὃ καὶ [[συχνάκις]] [[ἑρμηνευτέον]] διὰ τοῦ ἡμετέρου «[[κάμνω]]» Ι. μετ’ οὐσιαστ. καὶ κατηγορημ., [[κάμνω]] τινά τι, θεῖναί τινα αἰχμητήν, ἱέρειαν, μάντιν Ἰλ. Α. 290, Ζ. 300, Ὀδ. Ο. 253· θ. τινα βασιλέα, ἀρχέπολιν Πινδ. Ο. 13. 31, Π. 9. 93· θεῖναί τινα ἄλοχόν τινος, ποιῆσαί τινα γυναῖκά τινος, ἐπὶ τρίτου χρησιμεύοντος ὡς προξενητοῦ, Ἰλ. Τ. 298· (διαφ. ἐν τῷ μέσῳ ἴδε κατωτέρ. 3)· ἥ τέ με τοῖον ἔθηκεν [[ὅπως]] ἐθέλει, μὲ κατέστησε τοιοῦτον [[ὅπως]] θέλει, Ὀδ. Π. 208· σῦς ἔθηκας ἑταίρους, κατέστησας τοὺς συντρόφους μου χοίρους, Κ. 338· οὕτω, ναῦν λᾶαν ἔθηκε Ν. 163, πρβλ. Ἰλ. 318· [[ἀλλά]], θεῖναί τινι γέλων, προξενῆσαι γέλωτα εἴς τινα, Εὐρ. Ἴων 1172· [[ὡσαύτως]], λόγους εἰς μέτρα τιθέναι, τρέψαι αὐτοὺς εἰς στίχους, Πλάτ. Νόμ. 669D. 2) μετ’ ἐπιθέτου ὡς κατηγορηματικοῦ, θεῖναί τινα ἀθάνατον καὶ ἀγήραον, καταστῆσαί τινα ἀθάνατον καὶ [[ἀγήρατον]], Ὀδ. Ε. 136· οὕτω, τυφλόν, ἀφνειὸν τ. τινα Ἰλ. Ζ. 139, Ι. 483· οὕτω, τὸν μέν... θῆκεν μείζονά τ’ εἰσιδέειν καὶ πάσσονα Ὀδ. Ζ. 229, πρβλ. Σ. 195. β) ἐπὶ πραγμάτων, ἅλιον, οὐκ ἀτέλεστον, μεταμώνιον Ἰλ. Δ. 26, 57, 363· κείνου δ’ αὖ καὶ ὄλεθρον ἀπευθέα θῆκε, κατέστησε καὶ τὸν ὄλεθρον αὐτῶν ἄγνωστον, Ὀδ. Γ. 88, πρβλ. Λ. 274· ἀποίητον [[θέμεν]] ἔργων [[τέλος]] Πινδ. Ο. 2. 32· ἀρὰν τ. ἀληθῆ Αἰσχύλ. Θήβ. 946· ἀναστάτους οἴκους τ. Σοφ. Ἀντ. 674· τ. λεῖον τὸν τραχὺν Ἀριστοφ. Εἰρ. 1086· τὸ παραχθὲν ἀγένητον τ. Πλάτ. Πρωτ. 324Β. 3) [[πολλάκις]] ἐν τῷ μέσῳ τύπῳ γυναῖκα ἢ ἄκοιτιν τίθεμαί τινα, [[κάμνω]] τινὰ γυναῖκά μου, σύζυγόν μου, Ὀδ. Φ. 72, 316· παῖδα τὸν αὑτᾶς πόσιν αὑτᾷ θεμένα, λαβοῦσα τὸν ἑαυτῆς υἱὸν ὡς ἄνδρα, Αἰσχύλ. Θήβ. 930. β) παῖδα ἢ υἱὸν τίθεσθαί τινα, ὡς τὸ ποιεῖσθαι, [[κάμνω]] τινὰ ὡς [[τέκνον]] μου, υἱοθετῶ, Πλάτ. Νόμ. 929C, κλπ., καὶ ἀπολ., τίθεμαί τινα, υἱοθετῶ, Πλουτ. Αἰμίλ. 5. γ) [[καθόλου]], προσφιλῆ, δυσμενῆ θέσθαι τινά, παρὰ ποιηταῖς, Σοφ. Φιλ. 532, Ἀντ. 188· γέλωτα τίθεμαί τινα, [[κάμνω]] τινὰ ἀντικείμενον γέλωτος, Ἡρόδ. 3. 29., 7. 209. 4) μετ’ ἀπαρεμφ., [[κάμνω]] τινὰ νὰ πράξῃ τι, τιθέναι τινὰ νικῆσαι, [[κάμνω]] τινὰ νὰ ἀναδειχθῇ [[νικητής]], Πινδ. Ν. 10. 89· πεπρωμένον ἔθηκε μοῖραν μετατραπεῖν ἀνδροφθόρον ὁ αὐτ. ἐν Ἀποσπάσμ. 164· τὸν πάθει [[μάθος]] θέντα [[κυρίως]] ἔχειν, [[ὅστις]] ἔκαμε τὸ [[πάθημα]] νὰ χρησιμεύσῃ ὡς [[μάθημα]], Αἰσχύλ. Ἀγ. 178, πρβλ. 1036, 1174, Εὐρ. Μήδ. 718, [[Ἡρακλ]]. 990, κλπ. ΙΙ. ἐν ἀναφορᾷ πρὸς τὴν τῆς διανοίας ἐνέργειαν, ὅτε τὸ [[μέσον]] [[εἶναι]] συνηθέστερον τοῦ ἐνεργ., θέτω εἰς ὡρισμένον ἢ δεδομένον, ὑπολογίζω τι ἢ θεωρῶ ὡς..., τί δ’ ἐλέγχεα [[ταῦτα]] τίθεσθε; Ὀδ. Φ. 333· [[δαιμόνιον]] αὐτὸ τίθημ’ ἐγὼ Σοφοκλ. Ἠλ. 1270· τοιοῦτον θέντες τὸν δίκαιον Πλάτ. Πολ. 361Β, πρβλ. 430Β· θὲς δή μοι..., ὑπόθες τώρα, ὁ αὐτ. ἐν Θεαιτ. 191C· [[εὐεργέτημα]] τ. τι Δημ. 12. 9· [[ὡσαύτως]] [[μετὰ]] τοῦ ὡς, θέντες ὡς ὑπάρχον ὃ βούλονται Πλάτ. Πολ. 458Α, πρβλ. Φαίδωνα 100Α· μὴ τοῦτο ὡς [[ἀδίκημα]] θῇς Δημ. 292. 21. 2) μετ’ ἐπιρρ., ποῦ χρὴ τίθεσθαι [[ταῦτα]]; πῶς πρέπει νὰ θεωρῶμεν [[ταῦτα]]; Σοφ. Φιλ. 451 (ἴδε κατωτ. IV)· [[οὐδαμοῦ]] τιθέναι τι, θεωρεῖν τι ὡς ἀνάξιον λόγου ἢ προσοχῆς, nullo in numero habere, Εὐρ. Ἀνδρ. 210· [[πρόσθεν]] ἢ ἐπίπροσθέν τινος τιθέναι τι ὁ αὐτ. ἐν Ἑκ. 131, ἐν Ἱκ. 514· [[πόρρω]] τίθεσθαί τί τινος Δημ. 325. 22. 3) μετ’ ἐμπροθέτου προσδιορισμοῦ, τ. τινὰ ἐν τοῖς φιλοσόφοις Πλάτ. Πολ. 475D· ἐν τοῖς φίλοις Ξεν. Ἀπομν. 2. 4, 4· [[ὡσαύτως]], εἰς γόητα καὶ μιμητὴν τ. τινα Πλάτ. Σοφιστ. 235Α, πρβλ. 264C, Ξεν. Ἀπομν. 4. 2, 39· [[ὡσαύτως]], οὐκ ἐν λόγω τίθεσθαί τινα Τυρταῖ. 9. 1. τίθεσθαί τινα ἐν τιμῇ Ἡρόδ. 3. 3· ἐν αἰτίῃσι τιθέναι τινὰ ὁ αὐτ. 8. 99· παρ’ οὐδὲν ἔθεντο, ἐθεώρησαν ὡς μηδαμινόν, ὡς ἀνάξιον λόγου, Αἰσχύλ. Ἀγ. 230, Εὐρ. Ι. Τ. 732, Πλάτ., κλπ.· ἐν παρέργῳ θέσθαι Σοφ. Φιλ. 473· πάντα ἐν εὐχερεῖ θ. [[αὐτόθι]] 876· τ. τι ἐν αἰσχρῷ Εὐρ. Ἑκ. 806· ἐν ἀδικήματι θέσθαι τι Θουκ. 1. 35· ἐν ἀδικήματος μέρει τίθεσθαί τι Δημ. 668. 25, πρβλ. Πλάτ. Σοφιστ. 252Β, καὶ Κόντον ἐν Ἀθηνᾶς τόμ. ϛʹ σ. 185· ― θέσθαι τὰ δίκαια ἔκ τινος, ἐκτιμᾶν ἢ ὑπολογίζειν τὰ δίκαια ἐκ..., Δημ. 91 περὶ τὸ [[τέλος]]. 4) [[μετὰ]] διαιρετ. γενικῆς ἢ καὶ ἄλλης, ἐμὲ θὲς τῶν πεπεισμένων, καταρίθμησόν με μεταξὺ τῶν πεισθέντων, Πλάτ. Πολ. 424C, πρβλ. 376Ε, 437Β· τῆς ἡμετέρας ἀμελείας ἄν τις θείη, δύναταί τις νὰ τὸ θεωρήσῃ ὡς προελθὸν ἐκ τῆς ἀμελείας ἡμῶν, Δημ. 12. 5. 5) μετ’ ἀπαρεμφ., οὐ τίθημ’ ἐγὼ ζῆν τοῦτον, δὲν θεωρῶ ἐγὼ τοῦτον ὡς ζῶντα, «δὲν τὸν [[λογαριάζω]] ὡς...», Σοφ. Ἀντ. 1166 πρβλ. Πλάτ. Φαίδωνα 93C, Δημ. 783. 18 καὶ 22· ― σπανίως [[μετὰ]] μετοχῆς, θήσω ἀδικοῦντα [αὐτὸν] ὁ αὐτ. 645. 22. 6) ἐλλειπτικῶς, [[λαμβάνω]] ὡς δεδομένον, ὑποθέτω, θῶμεν δύο εἴδη (ἐξυπακουομ. [[εἶναι]]) Πλάτ. Φαίδ. 79Α, κλπ· θήσω οὕτω (ἐξυπακ. εἶναί τι) Δημ. 648. 22, πρβλ. Ἀριστ. Πολιτικ. 4. 4, 1. ΙΙΙ. [[ἄνευ]] κατηγορηματικῆς τινος λέξεως, καὶ σημαίνει, [[κάμνω]], [[κατεργάζομαι]], ὡς τὸ ποιεῖν, Λατιν. ponere virum, ἐπὶ τεχνίτου, ἐν ὃ ἐτίθει νειὸν Ἰλ. Σ. 541, πρβλ. 550, 561, 607· ἐπὶ μαγείρου, [[δόρπον]] τιθέναι ἢ τίθεσθαι Ὀδ. Υ. 394, Ρ. 269, καὶ [[ἄλλοθι]]· [[δῶμα]] θέσθαι, κτίσαι οἰκίαν, Ο. 241. 2) ποιῶ, προξενῶ, [[ἀπεργάζομαι]], ἔργα Ἰλ. Γ. 321· τ. κέλαδον καὶ ἀϋτὴν Ι. 547· ὀρυμαγδὸν Ὀδ. Ι. 235· ἔριν μετ’ ἀμφοτέροισιν Γ. 136· φιλότητα, ὅρκια μετ’ ἀμφ. Ἰλ. Δ. 83, Ὀδ. Ω. 546· καὶ [[μετὰ]] δοτικ. προσώπου, [[σῆμα]] τιθεὶς Τρώεσι Ἰλ. Θ. 171· Ἀχαιοῖς ἄλγε’ ἔθηκε Α. 2, κτλ.· πᾶσιν ἔθηκε πόνον Φ. 524, πρβλ. Ο. 721, Π. 262· [[φόως]] ἑτάροισι Ζ. 6, κλπ., οὕτω [[συχνάκις]] παρ’ Ὁμ., χάρματ’ ἄλλοις ἔθηκεν Πινδ. Ο. 2. 180· πόλει κατασκαφὰς θέντες Αἰσχύλ. Θήβ. 47· εἰρήνην φίλοις ὁ αὐτ. ἐν Πέρσ. 769· ἀλλ’ [[αἷμα]] θήσεις, ἀλλ’ οὕτω θὰ προξενήσῃς αἱματοχυσίαν, Εὐρ. Βάκχ. 835, κλπ. 3) [[συχν]]. ἐν τῷ μέσῳ τύπῳ, [[κάμνω]] ἢ [[παρασκευάζω]] δι’ ἐμαυτόν, τίθεμαι κέλευθον, [[κάμνω]] ὁδὸν δι’ ἐμαυτόν, «ἀνοίγω δρόμον», [[τεῖχος]] ῥηξάμενοι θέσθαι παρὰ νηυσὶ κέλευθον Ἰλ. Μ. 418· καί κεν ὀρὸν πίνων μεγάλην ἐπιγουνίδα θεῖτο, νὰ ἀποκτήσῃ μεγάλην εὐσαρκίαν, Ὀδ. Ρ. 225, πρβλ. Σ. 74· θέσθαι μάχην, συνάπτειν μάχην, Ἰλ. Ω. 402, πρβλ. Ρ. 158· ἱδρῶτα τίθεσθαι Ἱππ. 22. 33· μαρτύρια θέσθαι, παρουσιάζειν μαρτυρίας, Ἡρόδ. 8. 55· θήκασθαι ἀνδρὸς αἰδοίου πρόσοψιν, λαβεῖν τὴν ὄψιν ἢ τὸ [[πρόσωπον]] σεβασμίου ἀνθρώπου. Πινδ. Π. 4. 52, πρβλ. Abresch. εἰς Ἡσύχ. ἐν λέξ. θήκατο· τίθεμαι πόνον, προξενῶ ἐμαυτῷ ἐνοχλήσεις, βάσανα, Αἰσχύλ. Εὐμ. 226· εὐκλεᾶ θέσθαι βίον Σοφ. Φιλ. 1422· καὶ ἐν πολλαῖς ὁμοίαις φράσεσι. 4) ἐν περιφράσει ἀντὶ ἁπλοῦ ῥήματος, σκέδασιν [[θεῖναι]], σκεδάσαι, διασκορπίσαι, Ὀδ. Λ. 116· [[θεῖναι]] κρύφον, νέμεσιν, αἶνον, [[ἀντί]], κρύπτειν, νεμεσᾶν, αἰνεῖν, Πινδ. Ο. 7. 111., 8. 114, Ν. 1. 5· [[ὡσαύτως]] ἐν τῷ μέσῳ τύπῳ, θέσθαι μάχην, ἀντὶ μάχεσθαι, Ἰλ. Ω. 402· θέσθαι θυσίαν, γάμον, [[ἀντί]], θύειν, γαμεῖσθαι, Πινδ. Ο. 7. 77., 13. 75· σπουδήν, πρόνοιαν θέσθαι Σοφ. Αἴ. 13, 536, (Cobet. Nov. lect. σ. 291), πρβλ. Πινδ. Π. 4. 492· τ. ἐπιστροφὴν πρό τινος Σοφ. Ο. Τ. 134· σχολὴν τ. Αἰσχύλ. Ἀγ. 1059· προμηθίαν θ. τινὶ Εὐρ. Μήδ. 915· ― καὶ [[μετὰ]] γενικ., λησμοσύνην, συγγνωμοσύνην τινὸς Σοφ. Ἀντ. 151, Τρ. 1265. IV. εὖ θέσθαι, διευθετεῖν, τακτοποιεῖν, κυβερνᾶν [[καλῶς]], τὰ [[σεωυτοῦ]] Ἡρόδ. 7. 236· θέσθαι τὸ παρὸν Θουκ. 1. 25, πρβλ. 4. 59, Πλάτ., κλπ. (εὖ [[θεῖναι]] παρὰ Θεόγν. 845)· ἴδε ἀνωτ. Α. Ι. 10. γ· - [[ὡσαύτως]], [[καλῶς]] [[θεῖναι]] Σοφ. Τρ. 26, Εὐρ. Ἱππ. 521· [[καλῶς]] θέσθαι [[αὐτόθι]] 709, πρβλ. Ἀνδρ. 378, κλπ.· - οὕτω καί, [[θεῖναι]] τἀκεῖ κατὰ γνώμην ἐμὴν [[αὐτόθι]] 737· [[μάλιστα]] ἐπὶ διευθετήσεως διαφορῶν, θέσθαι τὸν πόλεμον, ἴδε Α. ΙΙ. 10. β· τὰς διαφορὰς θέσθαι [[καλῶς]] Ἀνδοκ. 18. 21· τὸ [[νεῖκος]] εὖ θέσθαι χρεὼν Σοφ. Ο. Τ. 633· πρβλ. Θουκ. 4. 17., 6. 11· [[ἴσως]] οὕτω καὶ παρὰ Σοφ. ἐν Φιλ. 451 (ἴδε ἀνωτ. ΙΙ. 2). - Ἴδε Χ. Χαριτωνίδου Ποικίλα Φιλολογικὰ τόμ. Α΄, σ. 47, 53, 55, κλπ.
}}
{{bailly
|btext=<i>f.</i> [[θήσω]], <i>ao.</i> [[ἔθηκα]], <i>pf.</i> τέθηκα, <i>pqp.</i> ἐτεθήκειν;<br /><i>Pass. f.</i> τεθήσομαι, <i>ao.</i> [[ἐτέθην]], <i>pf.</i> [[τέθειμαι]] <i>ou</i> [[κεῖμαι]];<br /><b>I. 1</b> poser, placer : [[θεμείλια]] [[θεῖναι]] IL poser des fondements ; τρόπαια τιθέναι ESCHL dresser des trophées ; <i>avec une prép. avec</i> dat. <i>ou</i> gén. <i>si l’on veut exprimer l’idée du lieu où l’on a déposé, avec</i> acc. <i>si l’on veut marquer l’idée du mouvement par lequel on dépose</i> ; τὰ μὲν [[ἄνω]] [[κάτω]] τ., τὰ δὲ [[κάτω]] [[ἄνω]] HDT mettre sens dessus dessous, bouleverser ; [[ποτέρωθι]] θήσομεν ; XÉN de quelle manière jugerons-nous cette tromperie ? [[ἐν]] χειρὶ <i>ou</i> χερσὶ τιθέναι [[τί]] τινι IL mettre à qqn qch dans la main ; τιθέναι τινὰ [[ἐν]] Λυκίης δήμῳ IL transporter qqn parmi le peuple de Lycie ; [[ἐν]] αἰτίῃ τιθέναι τινα HDT imputer la faute à qqn ; [[ἐν]] λεχέεσσι τ. IL mettre au lit ; [[ἐς]] δίφρον [[θεῖναι]] IL charger sur un char ; [[ἐς]] ταφάς SOPH, [[ἐν]] τάφῳ SOPH mettre au tombeau ; [[ἐς]] πυρὰν [[θεῖναι]] SOPH mettre sur le bûcher ; [[ἐς]] μέσον τιθέναι [[τι]] IL présenter publiquement (un prix proposé) ; τὴν ἐλπίδα τ. ἔν τινι PLUT mettre son espoir en qch;<br /><b>2</b> mettre à une place appropriée, disposer, exposer, proposer : ἄεθλα IL des prix ; <i>Pass.</i> ἆθλα τίθεται THC on établit des prix ; τιθέναι [[δέπας]] IL, βοῦν IL proposer comme prix une coupe, un bœuf ; τιθέναι τὸ [[μέρος]] ἕκαστον XÉN placer chaque détachement de troupes ; [[αἱ]] τράπεζαι κατὰ τοὺς ξένους ἀεὶ ἐτίθεντο XÉN les tables étaient toujours placées à proximité des hôtes ; <i>particul.</i> planter, acc.;<br /><b>II.</b> déposer, <i>d’où</i> :<br /><b>1</b> <i>en gén.</i> mettre de côté, garder : [[τιθήμεναι]] ὀστέα IL enterrer des ossements, des restes ; [[ἐν]] τάφῳ, [[ἐν]] τάφοισι [[θεῖναι]] SOPH <i>m. sign. ; Pass.</i> τὰ [[ὀστᾶ]] φασι [[τεθῆναι]] [[ἐν]] [[τῇ]] Ἀττικῇ THC on dit que ses restes ont été déposés dans l’Attique;<br /><b>2</b> donner en garde : [[ἀργύριον]] τιθέναι ATT déposer de l’argent ; [[τι]] mettre qch en gage, engager ; <i>ellipt.</i> τιθέναι ATT déposer, mettre en gage ; <i>fig.</i> χάριν <i>ou</i> [[χάριτα]] [[θέσθαι]] τινί HDT <i>litt.</i> déposer chez qqn un service qui mérite la reconnaissance, <i>càd</i> bien mériter de qqn par un service;<br /><b>3</b> déposer une somme d’argent ; payer, acquitter, acc.;<br /><b>4</b> déposer par écrit ; inscrire, porter en ligne de compte, acc.;<br /><b>III.</b> mettre dans telle situation, dans tel état ; <i>au propre</i> θεῖναί τινα αἰχμητήν IL faire de qqn un guerrier armé d’une lance ; ἄλοχόν τινος τιθέναι τινά IL faire d’une personne l’épouse de qqn, la lui donner pour épouse ; [[σῦς]] [[θεῖναι]] ἑταίρους OD changer les compagnons (d’Ulysse) en porcs ; θεῖναί τινα λίθον IL, λᾶαν OD changer qqn en pierre ; avec un adj. : θεῖναί τινα πηρόν IL, τυφλόνrendre qqn paralysé, aveugle ; εὐδαίμονα τιθέναι τινά XÉN rendre qqn heureux ; ἀναστάτους οἴκους τιθέναι SOPH renverser les maisons, détruire les familles ; <i>avec un adv.</i> : [[οὕτω]] [[νῦν]] Ζεὺς θείη OD puisse Zeus arranger cela ainsi ; [[ὡς]] [[ἄρ]]’ ἔμελλον [[θησέμεναι]] IL c’est ainsi qu’ils devaient l’arranger;<br /><b>IV.</b> poser en principe ; regarder comme : [[δαιμόνιον]] αὐτὸ τίθημ’ [[ἐγώ]] SOPH je considère cela comme venant d’une puissance supérieure ; [[εὐεργέτημα]] τιθέναι [[τι]] DÉM considérer qch comme un bienfait ; ὕστερόν τινος τ. [[τι]] PLUT mettre une chose après une autre, estimer une chose moins qu’une autre ; avec [[ὡς]] : ἃ [[ἄν]] μοι δοκῇ [[τούτῳ]] [[τῷ]] λόγῳ ξυμφωνεῖν [[τίθημι]] [[ὡς]] ἀληθῆ [[ὄντα]] PLAT ce qui peut me paraître s’accorder avec ce principe, je le tiens pour vrai ; [[ποῦ]] [[ἄν]] [[τις]] θείη τινά ; LUC quel cas doit-on faire de qqn ? [[πρόσθεν]] τινὸς τιθέναι [[τι]] EUR estimer une ch. plus haut qu’une autre, mettre une ch. au-dessus d’une autre ; [[ἐν]] τοῖς φίλοις τιθέναι τινά XÉN compter qqn parmi les amis ; τοὺς ὀλίγα κεκτημένους, ἐὰν οἰκονομικοὶ [[ὦσιν]], [[εἰς]] τοὺς πλουσίους τ. XÉN mettre au nombre des riches ceux qui n’ont qu’une petite fortune, s’ils sont capables de la bien administrer ; avec une prop. inf. : [[οὐ]] τίθημ’ ἐγὼ [[ζῆν]] τοῦτον SOPH de celui-ci je n’admets pas qu’il vive, il ne vit pas selon moi;<br /><b>V.</b> établir, produire, <i>d’où</i> :<br /><b>1</b> créer : [[ἐν]] δ’ ἐτίθει νειόν, [[τέμενος]] IL là-dessus (sur le bouclier d’Achille) il représenta un champ nouvellement défriché, un enclos sacré ; [[δόρπον]] ἔμελλε [[θησέμεναι]] OD le repas qu’elle devait bientôt faire;<br /><b>2</b> faire arriver, exciter, provoquer, produire : ὀρυμαγδόν OD un grand bruit, du tumulte ; μνηστήρων σκέδασιν [[θεῖναι]] OD une dispersion des prétendants ; πολέεσσι δὲ θῆκε κέλευθον IL il ouvrit un chemin à beaucoup ; [[σῆμα]] τ. [[Τρώεσσι]] IL envoyer un présage aux Troyens ; φιλότητα μετ’ ἀμφοτέροισιν τ. IL faire naître l’amitié entre deux personnes ; Ἀχαιοῖς ἄλγε’ ἔθηκεν IL il causa des souffrances aux Grecs ; κακὸν πολέεσσι τ. IL causer des malheurs à beaucoup ; [[φῶς]] τιθέναι τινί IL, [[φάος]] τ. τινί IL produire de la lumière, <i>càd</i> procurer le salut à qqn ; τ. [[ἐν]] στήθεσσι νόον IL, βουλὴν [[ἐν]] στήθεσσι θεῖναί τινι IL faire naître dans l’esprit de qqn, <i>càd</i> suggérer à qqn une pensée, un dessein ; ἐπὶ <i>ou</i> ἐνὶ φρεσὶ θεῖναί τινι IL, OD inspirer à qqn une pensée ; avec un inf. : inspirer la pensée de;<br /><b>3</b> fixer, déterminer, disposer, instituer : [[ὄνομα]] θεῖναί τινι OD attribuer un nom à qqn <i>ou</i> à qch ; τιθέναι νόμον SOPH donner une loi ; [[κήρυγμα]] [[θεῖναι]] SOPH faire connaître publiquement un ordre ; τιθέναι ἀγῶνα organiser <i>ou</i> instituer un concours;<br /><i><b>Moy.</b></i> τίθεμαι (<i>f.</i> [[θήσομαι]], <i>ao.</i> ἐθηκάμην, <i>ao.2</i> [[ἐθέμην]], <i>pf.</i> [[τέθειμαι]]);<br /><b>I.</b> poser qch à soi, pour soi <i>ou</i> sur soi, <i>particul.</i><br /><b>1</b> poser qch à soi : τετράποδος βάσιν θηρὸς τ. EUR <i>litt.</i> poser un pas de quadrupède, <i>càd</i> marcher comme un quadrupède ; <i>en parl. de bulletins de vote</i> τὴν ψῆφον τίθεσθαι ESCHL déposer son suffrage (dans l’urne) ; <i>ellipt.</i> τίθεσθαί τινι ATT voter pour qqn ; τίθεσθαι [[τῇ]] γνώμῃ SOPH approuver une opinion ; [[δῶμα]] [[θέσθαι]] OD se bâtir une maison ; οἰκίαν [[θέσθαι]] IL avoir établi sa demeure, habiter;<br /><b>2</b> poser pour soi : δίφρον OD se placer <i>ou</i> se faire placer un siège ; [[ἐς]] δίφρον [[θέσθαι]] IL charger sur sa voiture (des victimes);<br /><b>3</b> poser sur soi qch à soi : ἀμφ’ ὤμοισι [[ἔντεα]] τίθεσθαι IL mettre une armure autour de ses épaules ; τὰ ὅπλα τίθεσθαι <i>ou</i> [[θέσθαι]] ATT mettre ses armes sur soi <i>ou</i> entre ses mains, s’établir <i>ou</i> se poster armé, se présenter armé et prêt au combat ; τίθεσθαι τὰ ὅπλα [[παρά]] τινα THC, [[μετά]] τινος passer armé du côté de qqn, entrer dans son parti ; [[θέσθαι]] τὰ ὅπλα περὶ τὴν σκηνήν XÉN entourer la tente en armes;<br /><b>II.</b> déposer pour soi, <i>d’où</i> :<br /><b>1</b> déposer à terre qch à soi : [[θέσθαι]] τὴν ἀσπίδα XÉN déposer son bouclier;<br /><b>2</b> mettre de côté pour soi : τὰ [[ὄντα]] XÉN son avoir;<br /><b>3</b> déposer qch à soi entre les mains d’un autre : ἐγγύην ESCHL fournir une garantie, une caution;<br /><b>4</b> payer : [[εἴκοσι]] τάλαντα XÉN vingt talents;<br /><b>III.</b> mettre pour soi, dans son intérêt, dans telle situation, dans tel état, <i>d’où</i> :<br /><b>1</b> faire pour soi, rendre pour soi : [[θέσθαι]] τινὰ γυναῖκα OD, ἄκοιτιν OD faire d’une femme son épouse, la prendre pour femme ; <i>abs.</i> τίθεσθαί τινα PLUT adopter qqn ; [[ὥς]] μ’ ἔθεσθε προσφιλῆ SOPH comme vous m’avez rendu votre ami ; τοὺς πιστοὺς τίθεσθαι [[δεῖ]] ἕκαστον ἑαυτῷ XÉN il faut que chacun se crée des partisans, des amis fidèles ; γέλωτα [[θέσθαι]] τινά HDT se faire de qqn un objet de risée, <i>càd</i> se moquer de qqn;<br /><b>2</b> régler, organiser pour soi : [[θέσθαι]] τὸ πάρον THC arranger les affaires présentes ; τὰ ἴδια [[εὖ]] [[θέσθαι]] THC arranger convenablement ses affaires privées ; [[θέσθαι]] τὸν πόλεμον diriger la guerre, terminer la guerre ; [[νεῖκος]] [[εὖ]] [[θέσθαι]] SOPH arranger une querelle ; τὸ σφέτερον ἀπρεπὲς [[εὖ]] [[θέσθαι]] THC pallier leur honte d’une bonne manière ; εὐτυχίαν τὴν παροῦσαν [[καλῶς]] [[θέσθαι]] THC faire du bonheur présent un emploi utile ; [[ποῦ]] χρὴ τίθεσθαι [[ταῦτα]] ; SOPH comment doit-on s’accommoder de cela ? <i>càd</i> que faut-il penser de cela ? [[θήσω]] [[οὕτω]] DÉM je veux l’admettre ainsi;<br /><b>IV.</b> poser un principe pour soi, <i>d’où</i> :<br /><b>1</b> admettre;<br /><b>2</b> regarder comme : [[τί]] δ’ ἐλέγχεα [[ταῦτα]] τίθεσθε ; OD pourquoi regardez-vous cela comme un outrage ? [[πόρρω]] τ. [[τί]] τινος DÉM mettre une ch. bien loin derrière une autre ; [[ἐν]] οὐδένι λόγῳ τίθεσθαι PLUT regarder comme n’étant digne d’aucune attention, considérer comme rien ; [[ἐν]] ἀδικήματι [[θέσθαι]] THC regarder comme un tort ; [[ἐν]] οἰωνῷ τίθεσθαι PLUT considérer comme un présage ; [[ἐν]] αἰσχρῷ τίθεσθαί [[τι]] EUR considérer qch comme une honte ; [[ἐν]] παρέργῳ τίθεσθαί [[τι]] SOPH mettre qqn au nombre des choses dont on doit s’occuper, dût cette personne n’avoir parmi elles que le dernier rang ; [[ἐν]] ὑστέρῳ τίθεσθαί [[τι]] PLUT mettre une ch. après une autre ; οὐδὲν τίθεσθαι PLUT regarder comme rien;<br /><b>V.</b> établir, produire, <i>d’où</i> :<br /><b>1</b> créer, faire naître pour soi <i>ou</i> en soi : μεγάλην ἐπιγουνίδα OD se faire des cuisses fortes ; [[θέσθαι]] κέλευθον IL se faire <i>ou</i> se frayer une voie ; κότον [[θέσθαι]] τινί IL nourrir de la colère contre qqn ; avec un inf. : οὐδ’ [[ὑμεῖς]] περ ἐνὶ φρεσὶ θέσθε μ’ ἀνεγεῖραι OD vous ne pensiez pas à me réveiller ; [[θέσθαι]] μάχην IL livrer un combat ; ἀγορῆν [[θέσθαι]] OD tenir une assemblée ; εὐκλεᾶ [[θέσθαι]] βίον SOPH mener une vie glorieuse ; ἐπιστροφὴν [[θέσθαι]] SOPH montrer de l’attention ; λησμοσύνην [[θέσθαι]] SOPH faire intervenir un oubli, oublier ; συγγνωμοσύνην [[θέσθαι]] SOPH faire intervenir le pardon, pardonner ; [[θέσθαι]] φόνον SOPH perpétrer un meurtre ; τάφον [[θέσθαι]] τινός SOPH se charger d’enterrer qqn;<br /><b>2</b> fixer, déterminer, instituer : [[ὄνομα]] τίθεσθαί τινι OD attribuer un nom à qqn <i>ou</i> à qch ; τ. νόμον HDT donner une loi.<br />'''Étymologie:''' R. Θε, poser ; cf. [[θέσις]], [[θέμα]], [[θήκη]].
}}
}}