συναποβάλλω: Difference between revisions

Bailly1_5
(6_1)
(Bailly1_5)
Line 15: Line 15:
{{ls
{{ls
|lstext='''συναποβάλλω''': [[ἀποβάλλω]], «χάνω» συγχρόνως, Διόδ. 3. 7, Πλουτ. Φιλοπ. 21. ― παρὰ μεταγεν. τὸ [[μέσον]] προτιμᾶται.
|lstext='''συναποβάλλω''': [[ἀποβάλλω]], «χάνω» συγχρόνως, Διόδ. 3. 7, Πλουτ. Φιλοπ. 21. ― παρὰ μεταγεν. τὸ [[μέσον]] προτιμᾶται.
}}
{{bailly
|btext=perdre en même temps.<br />'''Étymologie:''' [[σύν]], [[ἀποβάλλω]].
}}
}}