ὑπογαμέω: Difference between revisions

Bailly1_5
(6_5)
(Bailly1_5)
Line 15: Line 15:
{{ls
{{ls
|lstext='''ὑπογᾰμέω''': γαμῶ, [[λαμβάνω]] εἰς γάμον [[μετὰ]] [[ταῦτα]], «ἵνα ἀποκτείνῃ τόν... δεσπότην καί... καὶ ὑπογήμῃ τὴν γυναῖκα» Αἰλ. περὶ Ζ. 7. 25.
|lstext='''ὑπογᾰμέω''': γαμῶ, [[λαμβάνω]] εἰς γάμον [[μετὰ]] [[ταῦτα]], «ἵνα ἀποκτείνῃ τόν... δεσπότην καί... καὶ ὑπογήμῃ τὴν γυναῖκα» Αἰλ. περὶ Ζ. 7. 25.
}}
{{bailly
|btext=épouser ensuite (une femme).<br />'''Étymologie:''' [[ὑπό]], [[γαμέω]].
}}
}}