ὑποσιωπάω: Difference between revisions

Bailly1_5
(6_2)
(Bailly1_5)
Line 12: Line 12:
{{ls
{{ls
|lstext='''ὑποσιωπάω''': [[παρέρχομαι]] ἐν σιωπῇ, τὰ δὲ [[ἑβδομήκοντα]] τάλαντα ὑποσιωπᾷς Αἰσχίν. 88. 7. ΙΙ. τηρῶ σιωπήν, [[μένω]] [[σιωπηλός]], Αἰλ. Ποικ. Ἱστ. 8. 16, Φίλων τ. 2, σ. 178, 11.
|lstext='''ὑποσιωπάω''': [[παρέρχομαι]] ἐν σιωπῇ, τὰ δὲ [[ἑβδομήκοντα]] τάλαντα ὑποσιωπᾷς Αἰσχίν. 88. 7. ΙΙ. τηρῶ σιωπήν, [[μένω]] [[σιωπηλός]], Αἰλ. Ποικ. Ἱστ. 8. 16, Φίλων τ. 2, σ. 178, 11.
}}
{{bailly
|btext=-ῶ :<br /><b>1</b> passer sous silence;<br /><b>2</b> garder le silence.<br />'''Étymologie:''' [[ὑπό]], [[σιωπάω]].
}}
}}