τιθαιβώσσω: Difference between revisions

Bailly1_5
(6_6)
(Bailly1_5)
Line 15: Line 15:
{{ls
{{ls
|lstext='''τῐθαιβώσσω''': ἐπὶ μελισσῶν, ἀποτίθεμαι τὴν βόσιν, τουτέστιν, [[ἀποθησαυρίζω]] τὴν τροφὴν δηλ. τὸ [[μέλι]], Ὀδ. Ν. 106. ΙΙ. [[παρέχω]] τροφήν, [[τρέφω]], [[περιθάλπω]], τέκνα τ. Νικ. Θηρ. 199 καὶ μεταφ., γύας θ. ἀρδηθμῷ Λυκόφρ. 622. (Συγγενὲς ταῖς λέξεσι τιθάς, [[τίτθη]], [[τιθήνη]], [[τιθασός]], κλπ.)
|lstext='''τῐθαιβώσσω''': ἐπὶ μελισσῶν, ἀποτίθεμαι τὴν βόσιν, τουτέστιν, [[ἀποθησαυρίζω]] τὴν τροφὴν δηλ. τὸ [[μέλι]], Ὀδ. Ν. 106. ΙΙ. [[παρέχω]] τροφήν, [[τρέφω]], [[περιθάλπω]], τέκνα τ. Νικ. Θηρ. 199 καὶ μεταφ., γύας θ. ἀρδηθμῷ Λυκόφρ. 622. (Συγγενὲς ταῖς λέξεσι τιθάς, [[τίτθη]], [[τιθήνη]], [[τιθασός]], κλπ.)
}}
{{bailly
|btext=<i>seul. prés.</i><br />construire des rayons <i>en parl. d’abeilles</i>.<br />'''Étymologie:''' pê de la R. Θαβ, travailler = <i>lat.</i> Fab de faber, avec redoubl.
}}
}}