3,276,901
edits
(6_2) |
(Bailly1_5) |
||
Line 15: | Line 15: | ||
{{ls | {{ls | ||
|lstext='''ὑποπιέζω''': [[πιέζω]] ὀλίγον τι ἢ ἐλαφρῶς, Πλούτ. 2. 921F (διάφ. γραφ. [[ὑποπιάζω]]). Ἐκκλ. οὐ τὸ [[σῶμα]] νηστείαις ὑποπιέζομεν Γρηγ. Ναζ. τ. 1, σ. 533C· - ὑποπιεσμός, ὁ, τὸ ὑποπιέζειν, Γρηγ. Ναζ. Ι. 861Β, [[μετὰ]] διαφ. γραφ. ὑποπιασμός. | |lstext='''ὑποπιέζω''': [[πιέζω]] ὀλίγον τι ἢ ἐλαφρῶς, Πλούτ. 2. 921F (διάφ. γραφ. [[ὑποπιάζω]]). Ἐκκλ. οὐ τὸ [[σῶμα]] νηστείαις ὑποπιέζομεν Γρηγ. Ναζ. τ. 1, σ. 533C· - ὑποπιεσμός, ὁ, τὸ ὑποπιέζειν, Γρηγ. Ναζ. Ι. 861Β, [[μετὰ]] διαφ. γραφ. ὑποπιασμός. | ||
}} | |||
{{bailly | |||
|btext=presser en dessous, presser doucement.<br />'''Étymologie:''' [[ὑπό]], [[πιέζω]]. | |||
}} | }} |