φοίνιος: Difference between revisions

Bailly1_5
(6_4)
(Bailly1_5)
Line 15: Line 15:
{{ls
{{ls
|lstext='''φοίνιος''': -α, -ον, καὶ ος, ον, Πινδ. Ι. 4 (3). 59· ([[φοινός]]) Ποιητ. ἐπίθ. ἐν χρήσει ἀντὶ τοῦ [[φόνιος]], [[ὁσάκις]] ἡ πρώτη συλλαβὴ πρέπει νὰ ᾖ μακρά, [[αἱματόεις]], [[ὅμοιος]] αἵματι, ἐρυθρὸς ὡς [[αἷμα]], [[κόκκινος]], [[αἷμα]] Ὀδ. Σ. 97, Αἰσχύλ. Θήβ. 737, Σοφ. Φιλ. 783· [[δρόσος]] Αἰσχύλ. Ἀγ. 1390· φ. [[στάλαγμα]], δηλ. [[αἷμα]], Σοφ. Ἀντ. 1239. ΙΙ. [[αἱμοχαρής]], φοίνιον ἀλκάν, «τὴν φονίαν, τὴν πολεμικὴν» (Σχόλ.), ἐπὶ τοῦ Αἴαντος, Πίνδ. ἔνθ’ ἀνωτ.· φ. [[ξυνωρίς]], ἡ δημοσία καὶ ἡ ἰδιωτικὴ [[ἀπώλεια]], Αἰσχύλ. Ἀγ. 643 χεὶρ φ. Σοφ. Αἴ. 722· χεῖρες ὁ αὐτ. ἐν Οἰδ. Τυρ. 466· κοπὶς ὁ αὐτ. ἐν Ἀντιγ. 601· κέντρα ὁ αὐτ. ἐν Τραχ. 840. 2) αἱμοδιψής, [[αἱμοβόρος]], [[φονικός]], [[Σκύλλα]] Αἰσχύλου Χο. 614· πέπληγμαι... δήγματι φοινίῳ ὁ αὐτ. ἐν Ἀγ. 1164, πρβλ. 1278 φ. Ἄρης Σοφ. Ἠλ. 99· [[ἔχιδνα]] ὁ αὐτ. ἐν Τραχ. 770· ― φ. [[σάλος]], μεταφορ., ἐπὶ τοῦ λοιμοῦ, ὁ αὐτ. ἐν Οἰδ. Τυρ. 24, πρβλ. Αἴαντα 351. ― Σπάνιον παρὰ τοῖς κωμικ., ὡς παρ’ Ἀριστοφ. ἐν Θεσμ. 694.
|lstext='''φοίνιος''': -α, -ον, καὶ ος, ον, Πινδ. Ι. 4 (3). 59· ([[φοινός]]) Ποιητ. ἐπίθ. ἐν χρήσει ἀντὶ τοῦ [[φόνιος]], [[ὁσάκις]] ἡ πρώτη συλλαβὴ πρέπει νὰ ᾖ μακρά, [[αἱματόεις]], [[ὅμοιος]] αἵματι, ἐρυθρὸς ὡς [[αἷμα]], [[κόκκινος]], [[αἷμα]] Ὀδ. Σ. 97, Αἰσχύλ. Θήβ. 737, Σοφ. Φιλ. 783· [[δρόσος]] Αἰσχύλ. Ἀγ. 1390· φ. [[στάλαγμα]], δηλ. [[αἷμα]], Σοφ. Ἀντ. 1239. ΙΙ. [[αἱμοχαρής]], φοίνιον ἀλκάν, «τὴν φονίαν, τὴν πολεμικὴν» (Σχόλ.), ἐπὶ τοῦ Αἴαντος, Πίνδ. ἔνθ’ ἀνωτ.· φ. [[ξυνωρίς]], ἡ δημοσία καὶ ἡ ἰδιωτικὴ [[ἀπώλεια]], Αἰσχύλ. Ἀγ. 643 χεὶρ φ. Σοφ. Αἴ. 722· χεῖρες ὁ αὐτ. ἐν Οἰδ. Τυρ. 466· κοπὶς ὁ αὐτ. ἐν Ἀντιγ. 601· κέντρα ὁ αὐτ. ἐν Τραχ. 840. 2) αἱμοδιψής, [[αἱμοβόρος]], [[φονικός]], [[Σκύλλα]] Αἰσχύλου Χο. 614· πέπληγμαι... δήγματι φοινίῳ ὁ αὐτ. ἐν Ἀγ. 1164, πρβλ. 1278 φ. Ἄρης Σοφ. Ἠλ. 99· [[ἔχιδνα]] ὁ αὐτ. ἐν Τραχ. 770· ― φ. [[σάλος]], μεταφορ., ἐπὶ τοῦ λοιμοῦ, ὁ αὐτ. ἐν Οἰδ. Τυρ. 24, πρβλ. Αἴαντα 351. ― Σπάνιον παρὰ τοῖς κωμικ., ὡς παρ’ Ἀριστοφ. ἐν Θεσμ. 694.
}}
{{bailly
|btext=α <i>ou poét.</i> ος, ον :<br /><b>1</b> d’un rouge de sang, d’un rouge sombre;<br /><b>2</b> couvert de sang, ensanglanté, sanglant;<br /><b>3</b> qui verse le sang, sanguinaire, meurtrier.<br />'''Étymologie:''' [[φοινός]].
}}
}}