φλεβοτόμος: Difference between revisions

Bailly1_5
(6_18)
(Bailly1_5)
Line 15: Line 15:
{{ls
{{ls
|lstext='''φλεβοτόμος''': -ον, ὁ τέμνων ἢ ἀνοίγων φλέβας, φλεβοτόμον (ἐξυπακ. σμίλιον), τό, [[μαχαιρίδιον]] πρὸς φλεβοτομίαν, «νυστέρι», Λουκ. πρὸς Ἀπαίδ. 29, Cael, Aurel., κλπ.
|lstext='''φλεβοτόμος''': -ον, ὁ τέμνων ἢ ἀνοίγων φλέβας, φλεβοτόμον (ἐξυπακ. σμίλιον), τό, [[μαχαιρίδιον]] πρὸς φλεβοτομίαν, «νυστέρι», Λουκ. πρὸς Ἀπαίδ. 29, Cael, Aurel., κλπ.
}}
{{bailly
|btext=ος, ον :<br />qui coupe les veines ; τὸ φλεβοτόμον lancette.<br />'''Étymologie:''' [[φλέψ]], [[τέμνω]].
}}
}}