φλαυρουργός: Difference between revisions

Bailly1_5
(6_15)
(Bailly1_5)
Line 12: Line 12:
{{ls
{{ls
|lstext='''φλαυρουργός''': -όν, (*[[ἔργω]]) ὁ κακῶς ἐργαζόμενος, φλαυρουργοῦ τινος... ἀνδρός, ἀθλίου τινὸς ἐργάτου, Σοφ. Φιλ. 35.
|lstext='''φλαυρουργός''': -όν, (*[[ἔργω]]) ὁ κακῶς ἐργαζόμενος, φλαυρουργοῦ τινος... ἀνδρός, ἀθλίου τινὸς ἐργάτου, Σοφ. Φιλ. 35.
}}
{{bailly
|btext=ός, όν :<br />mauvais artisan.<br />'''Étymologie:''' [[φλαῦρος]], [[ἔργον]].
}}
}}