χαλεπός: Difference between revisions

Bailly1_5
(6_11)
(Bailly1_5)
Line 15: Line 15:
{{ls
{{ls
|lstext='''χαλεπός''': -ή, -όν, σχεδὸν ἀντίστοιχον τῷ Λατ. difficilis (ὃ ἂν μὴ ῥᾴδιον ᾖ ἀλλὰ διὰ πολλῶν πραγμάτων γίγνηται Πλάτ. Πρωτ. 341D, πρβλ. Ἀριστ. Ρητ. 1. 6, 27), ἐν ποικίλαις σχέσεσι. 1) παρ’ Ὁμ. τὸ πλεῖστον ἐν ἀναφορᾷ πρὸς τὰ αἰσθήματα, ὃν δυσκόλως ὑποφέρει ἢ ἀνέχεταί τις, [[λυπηρός]], [[ἀλγεινός]], [[δύσκολος]], [[βαρύς]], προξενῶν τρόμον, [[φοβερός]], [[ἰσχυρός]], κεραυνὸς Ἰλ. Ξ. 417· [[θύελλα]] Φ. 335· ἄνεμοι Ὀδ. Μ. 286· [[πόνος]] Ψ. 250· [[ἄλγος]], [[πένθος]] Β. 193, Ζ. 169· [[γῆρας]] Ἰλ. θ. 103. ἄλη Ὀδ. Κ. 464· οὕτω, χ. [[ἆθλος]] Ἡσ. Θεογ. 800· [[ἔρις]] Πινδ. Ν. 10. 135· ἄλλα χαλεπώτερα Ἡρόδ. 6. 40· καὶ παρ’ Ἀττ. χ. [[πνεῦμα]] Αἰσχύλ. Ἱκ. 165· δύη ὁ αὐτ. ἐπὶ Θήβ. 228· χαλεπώτατα [πράγματα] Σοφ. Τραχ. 1273· ξυμφορὰ Εὐρ. Ἱππόλ. 767· [[νόσος]], [[πλάνη]], [[πενία]] Ξεν. Συμπ. 4, 37, Πλάτ. Σοφ. 245Ε κλπ.· ἡ ἐσβολὴ αὕτη χαλεπωτάτη τοῖς Ἀθηναίοις ἐγένετο Θουκ. 3. 26· δύσφοροι καὶ χαλεποὶ γίγνονται, δηλ. οἱ μὴ ἁρμόττοντες θώρακες, Ξεν. Ἀπομν. 3. 10, 13· τὸ χαλεπὸν τοῦ πνεύματος, ἡ [[σφοδρότης]] τοῦ ἀνέμου, ὁ αὐτ. ἐν Ἀν. 4. 5, 4· τὰ χαλεπά, δυσκολίαι, παθήματα, στενοχωρίαι ἐν ἀντιθέσει πρὸς τὰ τερπνά, τὰ ἡδέα, ὁ αὐτ. ἐν Ἀπομν. 2. 1, 23· κλπ.· τερπνῶν χαλεπῶν τε [[κρίσις]] Πινδ. Ἀποσπ. 96. 2) πᾶν τὸ παρέχον πολλὰς δυσχερείας, [[βαρύ]], δύσκολον, δυσχερές, [[ἔργον]], [[πρᾶγμα]], κλπ. Ἀριστοφ. Ἱππ. 516, Θουκ., κλπ.· χαλεπὰ τὰ καλά, [[ἀπόφθεγμα]] ἀποδιδόμενον εἰς τὸν Σόλωνα· χαλεπὸν ὁ [[βίος]] Ξεν. Ἀπομν. 2. 9, 1, πρβλ. Πλάτ. Συμπ. 176D· ― μετ’ ἐνεργ. ἀπαρ., ὡς ἐν τῇ Λατινικῇ τὸ σουπῖνον εἰς υ, χαλεπή τοι ἐγὼ [[μένος]] ἀντιφέρεσθαι = χαλεπόν ἐστί μοι ἀντιφέρεσθαί σοι Ἰλ. Φ. 482· οὕτω, χαλεποὶ δὲ θεοὶ φαίνεσθαι ἐναργεῖς Υ. 131· χαλεπὸν δέ τ’ ὀρύσσειν [τὸ [[μῶλυ]]] Ὀδ. Κ. 305· χ. ἀντιάσαι Πινδ. Ν. 10. 135· χ. προσπολεμεῖν ὁ βασιλεὺς Ἰσοκρ. 69Α, πρβλ. Θουκ. 7. 51· χ. ξυγγενέσθαι Πλάτ. Πολ. 330C πρβλ. 412Β, 502C· χ. πάσχειν ὁ αὐτὸς ἐν Κρίτωνι 49Β· ἀλλὰ καὶ [[μετὰ]] παθ. ἀπαρ., χαλεπὸς διαγνωσθῆναι καὶ δειχθῆναι Ἀντιφῶν 115. 5, πρβλ. Ἡσιόδ. Ἀσπ. Ἡρ. 386· ― χαλεπόν [ἐστι], μετ’ ἀπαρ., [[εἶναι]] δύσκολον, δυσχερὲς νά..., Ἰλ. Φ. 184, Ὀδ. Δ. 651· [[ὡσαύτως]] μετ’ αἰτ. καὶ ἀπαρ., [[εἶναι]] δύσκολον εἴς τινα νά..., Ἰλ. Π. 620, Ὀδ. Υ. 313· ἢ [[μετὰ]] δοτ. καὶ ἀπαρ., Ἰλ. Φ. 184, Ὀδ. Λ. 156. 3) [[κινδυνώδης]], ἐπικίνδυνος, λιμὴν Τ. 189· [[θάλασσα]] Θουκ. 4. 24, πρβλ. Ξεν. Ἀνάβ. 3. 2, 2. 4) ἐπὶ ἐδάφους, [[δύσβατος]], [[τραχύς]], χωρία χ. πετρώδη Θουκ. 4. 9· χ. ὁδὸς ὁ αὐτ. 5. 58· χαλεπή... καὶ [[προσάντης]]... ὁδός ἐστιν Ἀναξανδρίδ. ἐν Ἀδήλ. 5· χ. [[πρόσοδος]] Ξεν. Ἀν. 5. 2, 3· [[πορεία]] [[αὐτόθι]] 5. 6, 10· σταθμὸς [[αὐτόθι]] 4. 5, 3· χ. [[χωρίον]], [[θέσις]] ἣν δύσκολον [[εἶναι]] νὰ καταλάβῃ τις, [[αὐτόθι]] 4. 8, 2· ληφθῆναι χ. Ἀριστ. Φυσ. 2. 4, 16. ΙΙ. ἐπὶ προσώπων, ὃν δυσκόλως δύναται νὰ οἰκονομήσῃ τις, [[ὀργίλος]], [[σκληρός]], [[ἄγριος]], [[τραχύς]], [[αὐστηρός]], (ἀντίθετον τῷ [[πρᾶος]], Πλάτ. Κρίτ. 49Β, πρβλ. Ἀριστ. Ἠθ. Νικ. 4. 5, 11), [[βασιλεύς]], [[δαίμων]], κλπ. Ὀδ. Β. 232, Τ. 201· χαλεποί τε καὶ [[ἄγριοι]] Θ. 575· [[μετὰ]] δοτ. προσ., σκληρὸς ἢ τραχὺς [[πρός]] τινα, Ρ. 388, πρβλ. Θουκ. 8. 1· χαλεπώτερος, σκληρότερος [[ἐχθρός]], ὁ αὐτ. 3. 40. χαλεπώτατοι, οὓς δυσκολώτατον [[εἶναι]] νὰ οἰκονομήσῃ τις, ἐπικυνδυνότατοι, ἢ ὀχληρότατοι, [[αὐτόθι]] 42, πρβλ. 7. 21· χαλεπώτεροι πάροικοι ὁ αὐτ. 3. 113· χαλεπόν γε [[θυγάτηρ]] [[κτῆμα]] καὶ δυσδιάθετον Μένανδρ. ἐν «Ἁλιεῦσι» 6· ― [[μετὰ]] δοτ., χ. εἶναί τινι Θουκ. 8. 1, κλπ.· [[πρός]] τινα Πλάτ. Πολ. 375C, Ἀριστ. Πολιτικ. 7. 7, 7· περὶ ἢ [[πρός]] τι Πλάτ. Πολ. 498Α, Ξεν. Κυνηγ. 5, 17, κλπ.· ἐπί τινι Θεόκρ. 22. 145· [[ὡσαύτως]] [[μετὰ]] μετοχ., χαλεπὸς ἦν τὸ δίκαιον φυλάσσων, αὐστηρὸς εἰς τὴν τήρησιν τοῦ δικαίου, Ἡρόδ. 1. 100. β) [[οὕτως]] ἐπὶ λόγων, χαλεπῷ [[ἠνίπαπε]] μύθῳ Ἰλ. Β. 245, κλπ.· ἐρεθιζέμεν αἰεὶ μύθοισιν χ. Ὀρ. Ρ. 395· χ. ὀνείδεα, ὁμοκλαὶ Ἰλ. Γ. 438, Ὀδ. Ρ. 189· [[φῆμις]] Ξ. 239· [[μῆνις]] Ἰλ. Ε. 178. γ) [[μάλιστα]] ἐπὶ δικαστῶν, ἦν τὸ δίκαιον φυλάσσων χ. Ἡρόδ. 1. 100, πρβλ. Πλάτ. Κριτί. 107D, Δημ. 528. 10· ὅρα τὸν χαρακτηρισμὸν τοῦ Ἀλκιβιάδου παρ’ Ἀνδοκ. 33. 43 κλπ.· (οὕτω, χ. ἀρχὴ Θουκ. 1. 77· [[τιμωρία]] Πλάτ. Ἀπολ. 39C· νόμοι ὁ αὐτ. ἐν Ἱππ. Ἐλάτ. 372Α, Δημ. 941. 3). δ) ἐπὶ ἀγρίων ζῴων, Ξεν. Ἀν. 5. 8, 24, Κυν. 10. 23· ἐπὶ μελισσῶν, Ἀριστ. περὶ τὰ Ζῷα Ἱστ. 9. 40, 20, πρβλ. 40· [θηρία] χ. τὰς [[φύσεις]] Πλάτ. Πολιτικ. 274Β· πρβλ. [[χαλεπότης]] ΙΙ. 2. 2) ὁ τὸν χαρακτῆρα [[δύσκολος]], [[ὀργίλος]], [[τραχύς]], «[[ἰδιότροπος]]», χ. καὶ [[δύσκολος]] Ἀριστοφ. Σφ. 942, πρβλ. Ἰσοκρ. 389C· ὀργὴν χαλεπὸς Ἡρόδ. 3. 131· οὕτω, χαλεπῇ τῇ χειρί, μὲ τραχεῖαν ἢ βραχεῖαν χεῖρα, Ἀριστοφ. Λυσ. 1116. 3) ἐπὶ τῶν φυτῶν, βλαπτικὸς εἰς τὸ [[ἔδαφος]], Θεοφρ. περὶ Φυτ. Ἱστ. 8. 9, 3. Β. Ἐπίρρ. χαλεπῶς, δυσκόλως, [[μετὰ]] δυσκολίας, Λατ. aegre, [[ἔνθα]] διαγνῶναι χαλεπῶς ἦν ἄνδρα ἕκαστον, [[ἔνθα]] δυσκόλως ἠδύνατό τις νὰ διακρίνῃ ἄνδρα ἕκαστον Ἰλ. Η. 424· χ. δέ σ’ [[ἔολπα]] τὸ ῥέξειν Υ. 186· χ. κε φύγοις Ἡσ. Ἔργ. κ. Ἡμ. 686· χ. [[ὀργὰς]] μεταβάλλουσιν Εὐρ. Μήδ. 121· χ. γνῶναι Ἀντιφῶν 121. 17· χ. εὑρίσκειν, ἀντίθετ. τῷ ῥᾳδίως μανθάνειν, Ἰσοκρ. 5Ε, πρβλ. 11Ε· οὐ ἢ μὴ χαλ., [[ἄνευ]] πολλῆς δυσκολίας, ὡς τὸ ῥᾳδίως, Θουκ. 1. 2., 7. 81, κλπ. 2) [[μόλις]], [[δοκέω]] δὲ ἔγωγε καὶ ἀνισωθέντας πλήθεϊ χαλεπῶς ἂν Ἕλληνας Πέρσῃσι μούνοισι μάχεσθαι Ἡρόδ. 7. 103· χ. παρὰ τοῖς ἐχθροῖς εὑρεθήσεται Λυσίας 181. 31· χ. ἂν πείσαιμι Πλάτ. Φαίδων 84D. 3) παρ’ Ἀττ., χ. ἔχει = χαλεπόν ἐστι, Θουκ. 3. 53· μετ’ αἰτ. καὶ ἀπαρ., Ξεν. Ἑλλ. 7. 4, 6. 4) δυσκόλως, ἀθλίως, χαλεπώτερον, -ώτατα ζῆν Πλάτ. Πολ. 579D, πρβλ. Νόμ. 925D ἐν τοῖς χαλεπώτατα διάγειν Θουκ. 7. 71. ΙΙ. ἐπὶ προσώπων, μετ’ ὀργῆς, σκληρῶς, πικρῶς, [[τραχέως]], αὐστηρῶς χ., τιμωρεῖσθαι Θουκ. 3. 46· ἀποκρίνεσθαι ὁ αὐτ. 5. 42, πρβλ. Εὐρ. Ἱππόλυτ. 203, Ἀριστοφ. Πλ. 60, Πλάτ. Φαῖδρ. 269Α· ― χ. φέρειν τι, ὡς τὸ aegre ferre, Θουκ. 2. 16, Πλάτ. Πολ. 330Α, κλπ.· χ. φέρειν τινὶ Ξεν. Ἑλλ. 5. 1, 29, Ἀν. 1. 3, 3· ἐπί τινι ὁ αὐτ. ἐν Ἑλλ. 7. 4, 21, Διονύσ. Ἁλ. 3. 50· [[ὡσαύτως]], χ. φέρειν τινὸς Θουκ. 2. 62· ὁμοίως, χ. λαμβάνεσθαί τινος Ἡρόδ. 2. 121, 4· χ. λαμβάνειν [[περί]] τινος Θουκ. 6. 61. 2) [[συχν]]. ἐν τῇ φράσει. χ. ἔχειν, ὀργίζεσθαι, χαλεπαίνειν, Ξεν. Ἀν. 6. 4, 16, κλπ.· τινί, [[πρός]] τινα, ὁ αὐτ. ἐν Ἑλλ. 1. 5, 16· [[πρός]] τι Ἰσοκρ. 27Β, 37C· [[πρός]] τινα, ἴδε ἐν λ. παγχαλέπως· χ. ἔχειν τινὶ ἐπί τινι Δημ. 498. 10, πρβλ. Πλουτ. Κικ. 43· χ. διακεῖσθαι [[πρός]] τινα Πλάτ. Πολ. 500Β· χ. διατεθῆναι ἐπί τινι Πλουτ. Περικλ. 36. β) χ. ἔχω, [[ὡσαύτως]], εὑρίσκομαι ἐν κακῇ καταστάσει, Λατ. male se habere, χ. ἔχω ὑπὸ τοῦ ποτοῦ Πλουτ. Συμπ. 176Α, πρβλ. Θεαίτ. 142Β. ― Πλὴν τοῦ ὁμαλοῦ συγκριτικοῦ χαλεπώτερον (Θουκ. 1. 77., 7. 50, Πλάτ., κλπ.) εὑρίσκομεν -τέρως, Θουκ. 8. 40· ὑπερθ. χαλεπώτατα ὁ αὐτ. 7. 71., 8. 95, Πλάτ. κλπ.
|lstext='''χαλεπός''': -ή, -όν, σχεδὸν ἀντίστοιχον τῷ Λατ. difficilis (ὃ ἂν μὴ ῥᾴδιον ᾖ ἀλλὰ διὰ πολλῶν πραγμάτων γίγνηται Πλάτ. Πρωτ. 341D, πρβλ. Ἀριστ. Ρητ. 1. 6, 27), ἐν ποικίλαις σχέσεσι. 1) παρ’ Ὁμ. τὸ πλεῖστον ἐν ἀναφορᾷ πρὸς τὰ αἰσθήματα, ὃν δυσκόλως ὑποφέρει ἢ ἀνέχεταί τις, [[λυπηρός]], [[ἀλγεινός]], [[δύσκολος]], [[βαρύς]], προξενῶν τρόμον, [[φοβερός]], [[ἰσχυρός]], κεραυνὸς Ἰλ. Ξ. 417· [[θύελλα]] Φ. 335· ἄνεμοι Ὀδ. Μ. 286· [[πόνος]] Ψ. 250· [[ἄλγος]], [[πένθος]] Β. 193, Ζ. 169· [[γῆρας]] Ἰλ. θ. 103. ἄλη Ὀδ. Κ. 464· οὕτω, χ. [[ἆθλος]] Ἡσ. Θεογ. 800· [[ἔρις]] Πινδ. Ν. 10. 135· ἄλλα χαλεπώτερα Ἡρόδ. 6. 40· καὶ παρ’ Ἀττ. χ. [[πνεῦμα]] Αἰσχύλ. Ἱκ. 165· δύη ὁ αὐτ. ἐπὶ Θήβ. 228· χαλεπώτατα [πράγματα] Σοφ. Τραχ. 1273· ξυμφορὰ Εὐρ. Ἱππόλ. 767· [[νόσος]], [[πλάνη]], [[πενία]] Ξεν. Συμπ. 4, 37, Πλάτ. Σοφ. 245Ε κλπ.· ἡ ἐσβολὴ αὕτη χαλεπωτάτη τοῖς Ἀθηναίοις ἐγένετο Θουκ. 3. 26· δύσφοροι καὶ χαλεποὶ γίγνονται, δηλ. οἱ μὴ ἁρμόττοντες θώρακες, Ξεν. Ἀπομν. 3. 10, 13· τὸ χαλεπὸν τοῦ πνεύματος, ἡ [[σφοδρότης]] τοῦ ἀνέμου, ὁ αὐτ. ἐν Ἀν. 4. 5, 4· τὰ χαλεπά, δυσκολίαι, παθήματα, στενοχωρίαι ἐν ἀντιθέσει πρὸς τὰ τερπνά, τὰ ἡδέα, ὁ αὐτ. ἐν Ἀπομν. 2. 1, 23· κλπ.· τερπνῶν χαλεπῶν τε [[κρίσις]] Πινδ. Ἀποσπ. 96. 2) πᾶν τὸ παρέχον πολλὰς δυσχερείας, [[βαρύ]], δύσκολον, δυσχερές, [[ἔργον]], [[πρᾶγμα]], κλπ. Ἀριστοφ. Ἱππ. 516, Θουκ., κλπ.· χαλεπὰ τὰ καλά, [[ἀπόφθεγμα]] ἀποδιδόμενον εἰς τὸν Σόλωνα· χαλεπὸν ὁ [[βίος]] Ξεν. Ἀπομν. 2. 9, 1, πρβλ. Πλάτ. Συμπ. 176D· ― μετ’ ἐνεργ. ἀπαρ., ὡς ἐν τῇ Λατινικῇ τὸ σουπῖνον εἰς υ, χαλεπή τοι ἐγὼ [[μένος]] ἀντιφέρεσθαι = χαλεπόν ἐστί μοι ἀντιφέρεσθαί σοι Ἰλ. Φ. 482· οὕτω, χαλεποὶ δὲ θεοὶ φαίνεσθαι ἐναργεῖς Υ. 131· χαλεπὸν δέ τ’ ὀρύσσειν [τὸ [[μῶλυ]]] Ὀδ. Κ. 305· χ. ἀντιάσαι Πινδ. Ν. 10. 135· χ. προσπολεμεῖν ὁ βασιλεὺς Ἰσοκρ. 69Α, πρβλ. Θουκ. 7. 51· χ. ξυγγενέσθαι Πλάτ. Πολ. 330C πρβλ. 412Β, 502C· χ. πάσχειν ὁ αὐτὸς ἐν Κρίτωνι 49Β· ἀλλὰ καὶ [[μετὰ]] παθ. ἀπαρ., χαλεπὸς διαγνωσθῆναι καὶ δειχθῆναι Ἀντιφῶν 115. 5, πρβλ. Ἡσιόδ. Ἀσπ. Ἡρ. 386· ― χαλεπόν [ἐστι], μετ’ ἀπαρ., [[εἶναι]] δύσκολον, δυσχερὲς νά..., Ἰλ. Φ. 184, Ὀδ. Δ. 651· [[ὡσαύτως]] μετ’ αἰτ. καὶ ἀπαρ., [[εἶναι]] δύσκολον εἴς τινα νά..., Ἰλ. Π. 620, Ὀδ. Υ. 313· ἢ [[μετὰ]] δοτ. καὶ ἀπαρ., Ἰλ. Φ. 184, Ὀδ. Λ. 156. 3) [[κινδυνώδης]], ἐπικίνδυνος, λιμὴν Τ. 189· [[θάλασσα]] Θουκ. 4. 24, πρβλ. Ξεν. Ἀνάβ. 3. 2, 2. 4) ἐπὶ ἐδάφους, [[δύσβατος]], [[τραχύς]], χωρία χ. πετρώδη Θουκ. 4. 9· χ. ὁδὸς ὁ αὐτ. 5. 58· χαλεπή... καὶ [[προσάντης]]... ὁδός ἐστιν Ἀναξανδρίδ. ἐν Ἀδήλ. 5· χ. [[πρόσοδος]] Ξεν. Ἀν. 5. 2, 3· [[πορεία]] [[αὐτόθι]] 5. 6, 10· σταθμὸς [[αὐτόθι]] 4. 5, 3· χ. [[χωρίον]], [[θέσις]] ἣν δύσκολον [[εἶναι]] νὰ καταλάβῃ τις, [[αὐτόθι]] 4. 8, 2· ληφθῆναι χ. Ἀριστ. Φυσ. 2. 4, 16. ΙΙ. ἐπὶ προσώπων, ὃν δυσκόλως δύναται νὰ οἰκονομήσῃ τις, [[ὀργίλος]], [[σκληρός]], [[ἄγριος]], [[τραχύς]], [[αὐστηρός]], (ἀντίθετον τῷ [[πρᾶος]], Πλάτ. Κρίτ. 49Β, πρβλ. Ἀριστ. Ἠθ. Νικ. 4. 5, 11), [[βασιλεύς]], [[δαίμων]], κλπ. Ὀδ. Β. 232, Τ. 201· χαλεποί τε καὶ [[ἄγριοι]] Θ. 575· [[μετὰ]] δοτ. προσ., σκληρὸς ἢ τραχὺς [[πρός]] τινα, Ρ. 388, πρβλ. Θουκ. 8. 1· χαλεπώτερος, σκληρότερος [[ἐχθρός]], ὁ αὐτ. 3. 40. χαλεπώτατοι, οὓς δυσκολώτατον [[εἶναι]] νὰ οἰκονομήσῃ τις, ἐπικυνδυνότατοι, ἢ ὀχληρότατοι, [[αὐτόθι]] 42, πρβλ. 7. 21· χαλεπώτεροι πάροικοι ὁ αὐτ. 3. 113· χαλεπόν γε [[θυγάτηρ]] [[κτῆμα]] καὶ δυσδιάθετον Μένανδρ. ἐν «Ἁλιεῦσι» 6· ― [[μετὰ]] δοτ., χ. εἶναί τινι Θουκ. 8. 1, κλπ.· [[πρός]] τινα Πλάτ. Πολ. 375C, Ἀριστ. Πολιτικ. 7. 7, 7· περὶ ἢ [[πρός]] τι Πλάτ. Πολ. 498Α, Ξεν. Κυνηγ. 5, 17, κλπ.· ἐπί τινι Θεόκρ. 22. 145· [[ὡσαύτως]] [[μετὰ]] μετοχ., χαλεπὸς ἦν τὸ δίκαιον φυλάσσων, αὐστηρὸς εἰς τὴν τήρησιν τοῦ δικαίου, Ἡρόδ. 1. 100. β) [[οὕτως]] ἐπὶ λόγων, χαλεπῷ [[ἠνίπαπε]] μύθῳ Ἰλ. Β. 245, κλπ.· ἐρεθιζέμεν αἰεὶ μύθοισιν χ. Ὀρ. Ρ. 395· χ. ὀνείδεα, ὁμοκλαὶ Ἰλ. Γ. 438, Ὀδ. Ρ. 189· [[φῆμις]] Ξ. 239· [[μῆνις]] Ἰλ. Ε. 178. γ) [[μάλιστα]] ἐπὶ δικαστῶν, ἦν τὸ δίκαιον φυλάσσων χ. Ἡρόδ. 1. 100, πρβλ. Πλάτ. Κριτί. 107D, Δημ. 528. 10· ὅρα τὸν χαρακτηρισμὸν τοῦ Ἀλκιβιάδου παρ’ Ἀνδοκ. 33. 43 κλπ.· (οὕτω, χ. ἀρχὴ Θουκ. 1. 77· [[τιμωρία]] Πλάτ. Ἀπολ. 39C· νόμοι ὁ αὐτ. ἐν Ἱππ. Ἐλάτ. 372Α, Δημ. 941. 3). δ) ἐπὶ ἀγρίων ζῴων, Ξεν. Ἀν. 5. 8, 24, Κυν. 10. 23· ἐπὶ μελισσῶν, Ἀριστ. περὶ τὰ Ζῷα Ἱστ. 9. 40, 20, πρβλ. 40· [θηρία] χ. τὰς [[φύσεις]] Πλάτ. Πολιτικ. 274Β· πρβλ. [[χαλεπότης]] ΙΙ. 2. 2) ὁ τὸν χαρακτῆρα [[δύσκολος]], [[ὀργίλος]], [[τραχύς]], «[[ἰδιότροπος]]», χ. καὶ [[δύσκολος]] Ἀριστοφ. Σφ. 942, πρβλ. Ἰσοκρ. 389C· ὀργὴν χαλεπὸς Ἡρόδ. 3. 131· οὕτω, χαλεπῇ τῇ χειρί, μὲ τραχεῖαν ἢ βραχεῖαν χεῖρα, Ἀριστοφ. Λυσ. 1116. 3) ἐπὶ τῶν φυτῶν, βλαπτικὸς εἰς τὸ [[ἔδαφος]], Θεοφρ. περὶ Φυτ. Ἱστ. 8. 9, 3. Β. Ἐπίρρ. χαλεπῶς, δυσκόλως, [[μετὰ]] δυσκολίας, Λατ. aegre, [[ἔνθα]] διαγνῶναι χαλεπῶς ἦν ἄνδρα ἕκαστον, [[ἔνθα]] δυσκόλως ἠδύνατό τις νὰ διακρίνῃ ἄνδρα ἕκαστον Ἰλ. Η. 424· χ. δέ σ’ [[ἔολπα]] τὸ ῥέξειν Υ. 186· χ. κε φύγοις Ἡσ. Ἔργ. κ. Ἡμ. 686· χ. [[ὀργὰς]] μεταβάλλουσιν Εὐρ. Μήδ. 121· χ. γνῶναι Ἀντιφῶν 121. 17· χ. εὑρίσκειν, ἀντίθετ. τῷ ῥᾳδίως μανθάνειν, Ἰσοκρ. 5Ε, πρβλ. 11Ε· οὐ ἢ μὴ χαλ., [[ἄνευ]] πολλῆς δυσκολίας, ὡς τὸ ῥᾳδίως, Θουκ. 1. 2., 7. 81, κλπ. 2) [[μόλις]], [[δοκέω]] δὲ ἔγωγε καὶ ἀνισωθέντας πλήθεϊ χαλεπῶς ἂν Ἕλληνας Πέρσῃσι μούνοισι μάχεσθαι Ἡρόδ. 7. 103· χ. παρὰ τοῖς ἐχθροῖς εὑρεθήσεται Λυσίας 181. 31· χ. ἂν πείσαιμι Πλάτ. Φαίδων 84D. 3) παρ’ Ἀττ., χ. ἔχει = χαλεπόν ἐστι, Θουκ. 3. 53· μετ’ αἰτ. καὶ ἀπαρ., Ξεν. Ἑλλ. 7. 4, 6. 4) δυσκόλως, ἀθλίως, χαλεπώτερον, -ώτατα ζῆν Πλάτ. Πολ. 579D, πρβλ. Νόμ. 925D ἐν τοῖς χαλεπώτατα διάγειν Θουκ. 7. 71. ΙΙ. ἐπὶ προσώπων, μετ’ ὀργῆς, σκληρῶς, πικρῶς, [[τραχέως]], αὐστηρῶς χ., τιμωρεῖσθαι Θουκ. 3. 46· ἀποκρίνεσθαι ὁ αὐτ. 5. 42, πρβλ. Εὐρ. Ἱππόλυτ. 203, Ἀριστοφ. Πλ. 60, Πλάτ. Φαῖδρ. 269Α· ― χ. φέρειν τι, ὡς τὸ aegre ferre, Θουκ. 2. 16, Πλάτ. Πολ. 330Α, κλπ.· χ. φέρειν τινὶ Ξεν. Ἑλλ. 5. 1, 29, Ἀν. 1. 3, 3· ἐπί τινι ὁ αὐτ. ἐν Ἑλλ. 7. 4, 21, Διονύσ. Ἁλ. 3. 50· [[ὡσαύτως]], χ. φέρειν τινὸς Θουκ. 2. 62· ὁμοίως, χ. λαμβάνεσθαί τινος Ἡρόδ. 2. 121, 4· χ. λαμβάνειν [[περί]] τινος Θουκ. 6. 61. 2) [[συχν]]. ἐν τῇ φράσει. χ. ἔχειν, ὀργίζεσθαι, χαλεπαίνειν, Ξεν. Ἀν. 6. 4, 16, κλπ.· τινί, [[πρός]] τινα, ὁ αὐτ. ἐν Ἑλλ. 1. 5, 16· [[πρός]] τι Ἰσοκρ. 27Β, 37C· [[πρός]] τινα, ἴδε ἐν λ. παγχαλέπως· χ. ἔχειν τινὶ ἐπί τινι Δημ. 498. 10, πρβλ. Πλουτ. Κικ. 43· χ. διακεῖσθαι [[πρός]] τινα Πλάτ. Πολ. 500Β· χ. διατεθῆναι ἐπί τινι Πλουτ. Περικλ. 36. β) χ. ἔχω, [[ὡσαύτως]], εὑρίσκομαι ἐν κακῇ καταστάσει, Λατ. male se habere, χ. ἔχω ὑπὸ τοῦ ποτοῦ Πλουτ. Συμπ. 176Α, πρβλ. Θεαίτ. 142Β. ― Πλὴν τοῦ ὁμαλοῦ συγκριτικοῦ χαλεπώτερον (Θουκ. 1. 77., 7. 50, Πλάτ., κλπ.) εὑρίσκομεν -τέρως, Θουκ. 8. 40· ὑπερθ. χαλεπώτατα ὁ αὐτ. 7. 71., 8. 95, Πλάτ. κλπ.
}}
{{bailly
|btext=ή, όν :<br /><b>1</b> difficile, malaisé, pénible : [[χωρίον]] χαλεπόν XÉN, [[τόπος]] [[χαλεπός]] XÉN pays, lieu difficilement accessible, difficile à traverser ; λιμὴν [[χαλεπός]] OD port d’un accès difficile ; χαλεπὸς [[ἄεθλος]] OD travail pénible à exécuter ; χαλεποὶ [[δέ]] θεοὶ φαίνεσθαι ἐναργεῖς IL les dieux sont terribles <i>ou</i> difficiles à supporter dans leur apparition ; avec un part. : χαλεπὸν ἧν τὸ δίκαιον φυλάσσων HDT il était rigide observateur de la justice;<br /><b>2</b> difficile à porter, à supporter : θώρακες XÉN cuirasses gênantes ; [[νόμος]] [[χαλεπός]] loi sévère ; [[χωρίον]] ἑλῶδες καὶ χαλεπόν THC lieu marécageux et malsain;<br /><b>3</b> contraire <i>en parl. du vent ; en gén.</i> désagréable, malveillant, <i>avec le dat. ou avec</i> [[πρός]] <i>ou</i> [[περί]] et l’acc. ; χαλεπὸν ὁ [[βίος]] XÉN la vie (à Athènes) est chose difficile ; οὐδὲν χαλεπόν LUC aucune difficulté, <i>càd</i> cela se laisse facilement faire <i>ou</i> dire ; <i>subst.</i> τὸ χαλεπόν, la manière d’être difficile, fâcheuse ; τὰ χαλεπά, les difficultés, les maux, les dangers, les soucis ; avec le gén. : τὸ χαλεπὸν [[τοῦ]] πνεύματος XÉN la violence du vent ; τὰ χαλεπώτατα, le plus difficile, le plus important;<br /><i>Cp.</i> χαλεπώτερος, <i>Sp.</i> χαλεπώτατος.<br />'''Étymologie:''' DELG reste inexpliqué en dépit de son ancienneté.
}}
}}