φιλοτροφέω: Difference between revisions

Bailly1_5
(6_4)
(Bailly1_5)
Line 15: Line 15:
{{ls
{{ls
|lstext='''φῐλοτροφέω''': ἀγαπῶ νὰ [[τρέφω]] (δηλ. ζῷα), φιλ. κύνας Πλούτ. 2. 684D. ― Παθ., [[καλῶς]] τρέφομαι, παχύνομαι, Ἑξαπλ. (Α΄ Βασιλ. ΚΗ΄, 24).
|lstext='''φῐλοτροφέω''': ἀγαπῶ νὰ [[τρέφω]] (δηλ. ζῷα), φιλ. κύνας Πλούτ. 2. 684D. ― Παθ., [[καλῶς]] τρέφομαι, παχύνομαι, Ἑξαπλ. (Α΄ Βασιλ. ΚΗ΄, 24).
}}
{{bailly
|btext=-ῶ :<br />aimer à nourrir, à entretenir, acc..<br />'''Étymologie:''' [[φίλος]], [[τρέφω]].
}}
}}