3,277,002
edits
(6_16) |
(Bailly1_5) |
||
Line 15: | Line 15: | ||
{{ls | {{ls | ||
|lstext='''ὑπολίζων''': -ον, γενικ. ονος, ὀλίγον τι ὀλιγώτερος, λαοὶ δ’ ὑπολίζονες ἦσαν, «ἐλάσσονες καὶ μικρότεροι» (Σχόλ.), Ἰλ. Σ. 519. - Καθ’ Ἡσύχ.: «ὑπολίζον(τ)ες· μεγέθει ἐλάσσονες, ὀλιγώτεροι». | |lstext='''ὑπολίζων''': -ον, γενικ. ονος, ὀλίγον τι ὀλιγώτερος, λαοὶ δ’ ὑπολίζονες ἦσαν, «ἐλάσσονες καὶ μικρότεροι» (Σχόλ.), Ἰλ. Σ. 519. - Καθ’ Ἡσύχ.: «ὑπολίζον(τ)ες· μεγέθει ἐλάσσονες, ὀλιγώτεροι». | ||
}} | |||
{{bailly | |||
|btext=ων, ον ; <i>gén.</i> ονος;<br />un peu moindre.<br />'''Étymologie:''' [[ὑπό]], [[ὀλίγος]]. | |||
}} | }} |