χείρωμα: Difference between revisions

Bailly1_5
(6_22)
(Bailly1_5)
Line 15: Line 15:
{{ls
{{ls
|lstext='''χείρωμα''': τό, τὸ χειρωθέν, [[κατάκτησις]], [[νίκη]], δούλης θανούσης, εὐμαροῦς χειρώματος Αἰσχύλ. Ἀγ. 1326. 2) [[ἔργον]] βίας, [[ἄφαντος]] ἔρρει θανασίμῳ χ. Σοφ. Ο. Τ. 560. ΙI. τὸ διὰ χειρῶν εἰργασμένον, τυμβοχόα χ., ἐπὶ τοῦ ἐπιρριφθέντος ἐπὶ τοῦ τύμβου χώματος, (ἴδε [[τυμβοχόος]]), Αἰσχύλ. Θήβ. 1022.
|lstext='''χείρωμα''': τό, τὸ χειρωθέν, [[κατάκτησις]], [[νίκη]], δούλης θανούσης, εὐμαροῦς χειρώματος Αἰσχύλ. Ἀγ. 1326. 2) [[ἔργον]] βίας, [[ἄφαντος]] ἔρρει θανασίμῳ χ. Σοφ. Ο. Τ. 560. ΙI. τὸ διὰ χειρῶν εἰργασμένον, τυμβοχόα χ., ἐπὶ τοῦ ἐπιρριφθέντος ἐπὶ τοῦ τύμβου χώματος, (ἴδε [[τυμβοχόος]]), Αἰσχύλ. Θήβ. 1022.
}}
{{bailly
|btext=ατος (τό) :<br /><b>1</b> ce qu’on fait de sa propre main : χειρώματα τυμβοχόα ESCHL offrandes que l’on verse de ses propres mains sur un tombeau ; <i>en mauv. part</i> [[χείρωμα]] θανάσιμον SOPH action qui donne la mort de la propre main de qqn, <i>càd</i> mort donnée par la main d’un homme, meurtre;<br /><b>2</b> ce qu’on soumet : [[χείρωμα]] εὐχερές ESCHL ennemi facile à subjuguer.<br />'''Étymologie:''' [[χειρόω]].
}}
}}